_______________________________

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΠΙΔΑΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ--02--ΤΥΧΙΚΟΣ


02--ΤΥΧΙΚΟΣ

Αρκετές φορές γεννήθηκε η απορία: Πού βρήκε ο Χριστός τα ενδύματα που φορούσε μετά την ανάσταση και τι είδους ρούχα μπορεί να ήταν αυτά; Ίσως μελλοντικά αναφερθούμε και σ' αυτό το ζήτημα. Εδώ Ο  Χριστός  ως  «ένδυμα»
όμως ασχολούμαστε με τη σκέψη ότι ο ίδιος ο Χριστός ΕΙΝΑΙ «ΕΝΔΥΜΑ» των πιστών. Το έχετε συλλογιστεί;
Ο Παύλος έγραψε στους Γαλάτες: «Επειδή όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε», ή όπως το λέει το αρχαίο κείμενο «Όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3/γ/27).

Με ποια έννοια λοιπόν μπορούμε να ενδυθούμε τον Χριστό; Ή, μάλλον, σύμφωνα με αυτό το εδάφιο, ΜΕ ΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ ΕΧΟΥΜΕ ΗΔΗ ΝΤΥΘΕΙ τον Χριστό, αφού το «ενεδύσασθε» είναι χρόνου αόριστου και αναφέρεται σε κάτι ΠΟΥ ΗΔΗ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ – εάν βέβαια αυτό έχει γίνει στη ζωή κάποιου.

Αλλά πώς γίνεται να έχουμε φορέσει τον Χριστό; Τι σημαίνει ότι αφού βαπτιστήκαμε έχουμε φορέσει/ντυθεί τον Χριστό; Και τι συμβαίνει με όσους, αν και πιστεύουν, δεν έχουν βαπτιστεί;

1. ΕΝΕΔΥΣΕΝ ΑΥΤΟΥΣ

Η πρώτη σκέψη μάς οδηγεί πίσω στον Κήπο της Εδέμ, όπου «έκαμε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ και εις την γυναίκα αυτού χιτώνας δερματίνους, και ενέδυσεν αυτούς» για να καλύψει τη σωματική τους γύμνια. Αλλά για να το κάνει αυτό ο Θεός, προφανώς χρειάστηκε να θυσιάσει κάποια ζώα, για να χρησιμοποιήσει τα δέρματά τους ως ενδύματα των Πρωτοπλάστων (Γέν. 3/γ/21).

Είναι περισσότερο από βέβαιο, ότι οι πιο πολλοί βαπτισμένοι χριστιανοί σήμερα –όχι μόνο οι τυπικοί και κατ’ όνομα αλλά και εκείνοι που μελετούν τις Γραφές και αντιμετωπίζουν με κάποια σοβαρότητα τα πνευματικά πράγματα– δεν έχουν αντιληφθεί αυτό το γεγονός.

2. ΩΣ ΡΥΠΑΡΟΝ ΙΜΑΤΙΟΝ

Οι άνθρωποι συνήθως έχουμε μεγάλη ιδέα για τη δικαιοσύνη μας. Το ίδιο θέλουμε να σκέφτονται και οι άλλοι για το άτομό μας. Ακόμη και ο αρχαίος Ιώβ, ο επονομασθής «δίκαιος», είχε για τον εαυτό του ιδιαίτερα καλή γνώμη, που δεν αποκλείεται ως ένα βαθμό να ήταν δικαιολογημένη. Είπε: «Εφόρουν δικαιοσύνην και ενεδυόμην την ευθύτητά μου ως επενδύτην και διάδημα» (Ιώβ 29/κθ/14). Όμως οι φίλοι του δεν συμφώνησαν και έπαυσαν να συζητούν μαζί του «διότι ήτο δίκαιος εις τους οφθαλμούς αυτού» και διότι «ο Ιώβ είπεν, Είμαι δίκαιος• και ο Θεός αφήρεσε την κρίσιν μου [=δεν μου έδωσε το δίκιο μου]» (Ιώβ 32/λβ/1, 34/λδ/5). Με άλλα λόγια, ο Ιώβ έφτασε στο σημείο να αντιπαραθέσει τη δικαιοσύνη του απέναντι στην θεία κρίση και, παρόλο που αναγνώριζε την κυριαρχία του Θεού, αμφέβαλλε για την ορθότητα της κρίσης Του. Είχε δίκαιο ο Ιώβ;

Πριν πολλά χρόνια είχαμε δημοσιεύσει σ’ αυτό το περιοδικό μια σειρά άρθρων με τίτλο «Το ΕΑΝ του Ιώβ», στα οποία αναλύαμε τη λογική που πρόβαλε ο πιστός αυτός άνθρωπος για να υποστηρίξει την ακεραιότητά του. Όμως κι αυτός ακόμη ο άνθρωπος για τον οποίο η ίδια η Βίβλος αναφέρει ότι «ήτο άμεμπτος και ευθύς, και φοβούμενος τον Θεόν, και απεχόμενος από κακού» (Ιώβ 1/α/1), χρειάστηκε στο τέλος –αντίθετα από τη δική του γνώμη– να παραδεχθεί την πραγματικότητα που του φανέρωσε ο Θεός και να ομολογήσει: «Ήκουον περί σου με την ακοήν του ωτίου, αλλά τώρα ο οφθαλμός μου σε βλέπει• διά τούτο βδελύττομαι εμαυτόν, και μετανοώ εν χώματι και σποδώ» (Ιώβ 42/μβ/5-6). Πόσο θυμίζει τούτη η ανταπόκριση του Ιώβ εκείνη του προφήτη Ησαΐα, όταν είχε το όραμα της δόξας του Κυρίου και φώναξε: «Ω τάλας εγώ! διότι εχάθην^ επειδή είμαι άνθρωπος ακαθάρτων χειλέων, και κατοικώ εν μέσω λαού ακαθάρτων χειλέων^ επειδή οι οφθαλμοί μου είδον τον Βασιλέα, τον Κύριον των δυνάμεων» (Ησ. 6/ς/5). Όμως ο Κύριος τακτοποίησε αυτή την ατέλεια του δούλου Του. Διαβάζουμε: «Τότε επέτασε προς εμέ εν εκ των Σεραφείμ έχον εν τη χειρί αυτού άνθρακα πυρός, τον οποίον έλαβε διά της λαβίδος από του θυσιαστηρίου. Και ήγγισεν αυτόν εις το στόμα μου και είπεν, Ιδού, τούτο ήγγισε τα χείλη σου και η ανομία σου εξηλείφθη και η αμαρτία σου εκαθαρίσθη» (Ησ. 6/ς/5-7). Έχοντας ήδη αυτή την εμπειρία, όταν αργότερα ο Ησαΐας αναφέρθηκε στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, την περιέγραψε με τον πιο περιφρονητικό τρόπο: «Πάντες τωόντι εγείναμεν ως ακάθαρτον πράγμα, και πάσα η δικαιοσύνη ημών είναι ως ρυπαρόν ιμάτιον• διά τούτο επέσαμεν πάντες ως το φύλλον, και αι ανομίαι ημών αφήρπασαν ημάς ως ο άνεμος» (Ησ. 64/ξδ/6).

Ο Θεός δεν δέχεται το ένδυμα της δικής μας δικαιοσύνης, που είναι σαν ένα λερωμένο κουρέλι –στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου δικαιοσύνη– αλλά μας καλύπτει με τη δικαιοσύνη του Χριστού, το αποτέλεσμα του έργου της θυσίας Του, το οποίο άρχισε με τη βάπτισή Του από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη, όταν ο Κύριος ζήτησε να βαπτιστεί από τον Πρόδρομο, λέγοντας «Ούτως είναι πρέπον εις ημάς να εκπληρώσωμεν πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3/γ/15). Τότε φορτώθηκε την αμαρτία της ανθρωπότητας και μόνο ύστερα απ’ αυτό ο Ιωάννης μπόρεσε να διακηρύξει για τον Κύριο: «Ιδού, ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάν. 1/α/29).

Μια όμορφη σχετική σκηνή βρίσκουμε στην προφητεία του Ζαχαρία όπου γίνεται λόγος για κάποιον ιερέα, που είχε ίδιο όνομα με τον Κύριό μας Ιησού, ο οποίος ήταν «ενδεδυμένος ιμάτια ρυπαρά» και ο Κύριος είπε:«Αφαιρέσατε τα ιμάτια τα ρυπαρά απ' αυτού• και προς αυτόν είπεν, Ιδού, αφήρεσα από σου την ανομίαν σου και θέλω σε ενδύσει ιμάτια λαμπρά» (Ζαχ. 3/γ/3-4). Αν και αυτή η περιγραφή αφορά ίσως συγκεκριμένο γεγονός του παρελθόντος, πολύ ωραία περιγράφει αυτό που συμβαίνει με κάθε μετανοημένο αμαρτωλό, που όπως ο Άσωτος Υιός επιστρέφει στον Πατέρα Θεό, κι Εκείνος με αγάπη αλλά και χωρίς να παραβιάζει την αιώνια δικαιοσύνη Του, μπορεί τώρα να πει: «Φέρετε έξω την στολήν την πρώτην και ενδύσατε αυτόν, και δότε δακτυλίδιον εις την χείρα αυτού και υποδήματα εις τους πόδας» (Λουκ. 15/ιε/22).


3. ΤΟ ΝΤΥΣΙΜΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ

Σε κάποιες εκκλησίες συνηθίζουν κατά τη βάπτιση να φορούν στους νεοφώτιστους καινούργια ρούχα, συνήθως λευκά, για να συμβολίσουν εξωτερικά την αλλαγή που γίνεται μέσα τους. Όσο όμως κι αν αυτό είναι χρήσιμο ή διδακτικό, δεν αλλάζει την ουσιαστική πνευματική πραγματικότητα, ότι το νέο αυτό ένδυμα δεν έχει καμία αξία αν δεν υπάρχει εσωτερικά το ΝΤΥΣΙΜΟ μας με τον ίδιο τον ΧΡΙΣΤΟ. Γράφοντας σε πιστούς της αποστολικής εκκλησίας ο Παύλος υπενθυμίζει μία πραγματικότητα γνωστή σε αυτούς, όπως θα έπρεπε να είναι και σ’ εμάς σήμερα. Όσοι έχετε βαφτιστεί στο όνομα του Χριστού«εις άφεσιν αμαρτιών» (Πράξ. 2/β/38), όλοι εσείς που έχετε πιστέψει στον Χριστό ως τον υποσχεμένο Μεσσία, έχετε φορέσει τον Χριστό^ «όσοι εβαπτίσθητε εις Χριστόν, Χριστόν ενεδύθητε» (Γαλ. 3/γ/27). Φοράω ή ντύνομαι κάποιον, υπό μία έννοια σημαίνει ότι αποδέχομαι τον χαρακτήρα του και θέλω να ενεργώ έτσι ώστε να μοιάζω σ’ εκείνον.

Ενδύομαι τον Χριστό σημαίνει ταυτίζομαι με το χαρακτήρα Του, τα συναισθήματα και τα έργα Του γίνονται δικά μου. Ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας σημείωσε: «Αν φορέσεις τον Υιό του Θεού, και γίνεις όπως Εκείνος, έχοντας τον Υιό μέσα σου και γινόμενος όπως Εκείνος, γίνεσαι μέλος της ίδιας οικογένειας και κοινωνός θείας φύσης» (Β~ Πέτρ. 1/α/4, Ιωάν. 1/α/12, Γαλ. 3/γ/26). Θεωρείται δεδομένο ότι αν κάποιος “ντυθεί” όπως κάποιος άλλος, κατά κάποιο τρόπο οικειοποιείται τις ιδιότητες εκείνου την μορφή του οποίου έχει ντυθεί. Αν κάποιος φορέσει π.χ. στολή αστυνομικού, θεωρείται από τους άλλους ως αστυνομικός και αν δεν έχει όντως αυτή την ιδιότητα, τότε αυτό αντιμετωπίζεται ως εξαπάτηση και απαγορεύεται, επειδή πρόκειται για «αντιποίηση αρχής».  

Στην περίπτωση του χριστιανού πιστού, αυτό σημαίνει να αναλάβει στοιχεία του Χριστού και να ακολουθεί στα βήματά Του, σκεφτόμενος και πράττοντας όπως Εκείνος. Στην Επιστολή προς Ρωμαίους διαβάζουμε ότι «συνετάφημεν μετ' αυτού διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα καθώς ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών διά της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς περιπατήσωμεν εις νέαν ζωήν» (Ρωμ. 6/ς/4). Έτσι μαθαίνουμε ότι, όπως Εκείνος αναστήθηκε από τους νεκρούς, έτσι κι εμείς πρέπει στο εξής, σαν αναστημένοι μαζί από τον τάφο του Χριστού, να περπατήσουμε στο δρόμο μιας καινούργιας ζωής. Αυτό ο Παύλος το εξηγεί καθαρότερα στην Ρωμ. 13/ιγ/14 όπου λέει: «Ενδύθητε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και μη φροντίζετε περί της σαρκός εις το να εκτελήτε τας επιθυμίας αυτής», δηλαδή να ντυθούμε τον Κύριο και να μην αφήνουμε τον παλαιό αμαρτωλό εαυτό να μας παρασύρει στην ικανοποίηση των επιθυμιών της σάρκας, όπως συνέβαινε στην παλιά μας ζωή.

Μιλώντας εδώ για το χριστιανικό βάπτισμα, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η εντολή του Χριστού στους Αποστόλους δεν ήταν απλώς και μόνο να βαπτίζουν τους νέους μαθητές, αλλά επίσης να τους διδάσκουν «να φυλάττωσι πάντα» όσα Εκείνος παρήγγειλε (Ματθ. 28/κη/20). Αν κάποιος απλώς βαπτιζόταν στο νερό αλλά δεν φρόντιζε να διδάσκεται τις εντολές του Κυρίου και να τις τηρεί στη ζωή του, αυτός δεν είχε καμία ωφέλεια από τη συμμετοχή του στο βάπτισμα, όπως δεν ωφελήθηκε ο Μάγος Σίμων στη Σαμάρεια αλλά και εκατομμύρια βαπτισμένων σε διάφορες “χριστιανικές” εκκλησίες, που ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί τους βάπτισαν οι γονείς τους ή σπάνια έχουν καταλάβει γιατί ζήτησαν οι ίδιοι να βαπτιστούν όταν ομολόγησαν πίστη στον Χριστό. Γι’ αυτό δυστυχώς ζούμε σε έναν χριστιανικό κόσμο που δεν έχει καμία σχέση με τον Χριστό και τη ζωή Του, με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες σε άτομα, οικογένειες και τις κοινωνίες μας.


4. ΜΕ ΕΦΟΡΕΣΕΝ ΕΠΕΝΔΥΜΑ

Ο άνθρωπος που έλαβε αυτή την ευλογημένη εμπειρία, μπορεί στη συνέχεια να έρθει στη δεύτερη σκέψη, που πηγάζει από την προφητεία του Ησαΐα που γράφει: «Θέλω ευφρανθή τα μέγιστα επί τον Κύριον• η ψυχή μου θέλει αγαλλιασθή εις τον Θεόν μου• διότι με ενέδυσεν ιμάτιον σωτηρίας, με εφόρεσεν επένδυμα δικαιοσύνης, ως νυμφίον ευπρεπισμένον με μίτραν και ως νύμφην κεκοσμημένην με τα πολύτιμα αυτής καλλωπίσματα» (Ησ. 61/ξα/10).

Στην παραβολή του Άσωτου Υιού που προαναφέρθηκε, ο πατέρας καλεί το σπιτικό του: «Ας ευφρανθώμεν, διότι ούτος ο υιός μου νεκρός ήτο και ανέζησε, και απολωλώς ήτο και ευρέθη. Και ήρχισαν να ευφραίνωνται» (Λουκ. 15/ιε/23-24). Σε απόλυτη αρμονία και με το ίδιο πνεύμα ο Κύριος Ιησούς περιγράφει πως το ίδιο συμβαίνει στα υπερβατικά επίπεδα: «Ούτω, σας λέγω, χαρά γίνεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού διά ένα αμαρτωλόν μετανοούντα» (Λουκ. 15/ιε/10).

Με όλα αυτά υπόψη ο Παύλος έγραφε στους Ρωμαίους: «Δικαιωθέντες λοιπόν εκ πίστεως, έχομεν ειρήνην προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διά του οποίου ελάβομεν και την είσοδον διά της πίστεως εις την χάριν ταύτην, εις την οποίαν ιστάμεθα και καυχώμεθα εις την ελπίδα της δόξης του Θεού» (Ρωμ. 5/ε/1-2). Πόσο θαυμαστό το δώρο του Θεού για μας τους ανθρώπους!


5. ΘΕΟΥ ΤΟ ΔΩΡΟΝ

Πολλοί εκκλησιαστικοί δάσκαλοι προσπαθούν να παρακινήσουν τους οπαδούς τους σε κάθε προσπάθεια, ώστε να αλλάξουν οι ίδιοι τον εαυτό τους για να φαίνονται, εξωτερικά τουλάχιστον, διαφορετικοί από πριν. Αυτό είναι μόνο ένα έργο εθελοθρησκείας, που στο ταμείο του Θεού δεν έχει κανένα αντίκρισμα.

Στο αρχαίο βιβλίο του Ιώβ τίθεται η πολύ λογική ερώτηση: «Τις δύναται να εξαγάγη καθαρόν από ακαθάρτου;» και το ίδιο κείμενο απαντά με κατηγορηματικό τρόπο: «Ουδείς» (Ιώβ 14/ιδ/4). Ο Παύλος θα το πει με δικό του τρόπο: «Το φρόνημα της σαρκός είναι έχθρα εις τον Θεόν• επειδή εις τον νόμον του Θεού δεν υποτάσσεται• αλλ' ουδέ δύναται» (Ρωμ. 8/η/7). Και στους Γαλάτες εξηγεί το γιατί: «Η σαρξ επιθυμεί εναντία του Πνεύματος, το δε Πνεύμα εναντία της σαρκός• ταύτα δε αντίκεινται προς άλληλα, ώστε εκείνα, τα οποία θέλετε, να μη πράττητε» (Γαλ. 5/ε/17). Όσο λοιπόν και αν προσπαθεί ο άνθρωπος από μόνος του, με σαρκικές δυνάμεις, να εκτελέσει το θέλημα του Θεού και να ζήσει σωστά ως χριστιανός, ματαιοπονεί, επειδή όπως εξηγεί ο Παύλος αλλού: «Δεν κατοικεί εν εμοί, τουτέστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν• επειδή το θέλειν πάρεστιν εις εμέ, το πράττειν όμως το καλόν δεν ευρίσκω» (Ρωμ. 7/ζ/18).

Αφού από μόνοι μας καμία αλλαγή δεν μπορούμε να παράγουμε, αυτή πρέπει να γίνει ΑΝΩΘΕΝ, όπως εξήγησε ο Κύριος στον Νικόδημο: «Εάν τις δεν γεννηθή άνωθεν, δεν δύναται να ίδη την βασιλείαν του Θεού» (Ιωάν. 3/γ/3). Τούτο είναι το απαράμιλλο θαύμα του έργου του Χριστού, όπου ο αμαρτωλός καλείται όχι να γίνει οπαδός κάποιας θρησκείας αλλά κοινωνός θείων δυνάμεων που συντελούν μέσα του το θαύμα της αναγέννησης.


6. ΙΕΡΕΙΣ ΝΤΥΜΕΝΟΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Ο Ψαλμωδός έγραψε προφητικά: «Οι ιερείς σου ας ενδυθώσι δικαιοσύνην, και οι όσιοί σου ας αγάλλωνται» (Ψαλμ. 132/ρλβ/9). Αυτό γράφτηκε βεβαίως για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, όταν οι ιερείς έπρεπε πριν από κάθε λειτουργία τους, πάνω απ’ όλα να κάνουν αδιάκοπα θυσίες για τον ίδιο τους τον εαυτό. Η προς Εβραίους Επιστολή εξηγεί: «Πας αρχιερεύς, εξ ανθρώπων λαμβανόμενος, [...] είναι περιενδεδυμένος ασθένειαν• και διά ταύτην χρεωστεί, καθώς περί του λαού, ούτω και περί εαυτού να προσφέρη θυσίαν υπέρ αμαρτιών» (Εβρ. 5/ε/1-3).

Οι χριστιανοί ισχυρίζονται ότι είναι οι σημερινοί «ιερείς και βασιλείς», που συμμετέχουν στην ιεροσύνη των πιστών, όμως έχει τούτος ο λόγος περιεχόμενο; Είναι αληθινά ντυμένοι με δικαιοσύνη οι σημερινοί «ιερείς» του Κυρίου – όλοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ανήκουν σ’ αυτή την έντιμη τάξη; Κάποια φορά ο Κύριος Ιησούς είπε στους μαθητές Του: «Σας λέγω ότι εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη σας πλειότερον της των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θέλετε εισέλθει εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 5/ε/20). Πόσο αυτός ο λόγος έχει σχέση με τη “φτηνή χάρη” που διαφημίζουν πολλοί σημερινοί ποιμένες και οι ακόλουθοί τους, είναι αντικείμενο διερεύνησης. Αν όμως θέλουμε να εισέλθουμε στην Βασιλεία των Ουρανών (όπως και αν καταλαβαίνετε αυτό τον όρο), απαραίτητη προϋπόθεση από Κυρίου είναι η περίσσεια δικαιοσύνης στη ζωή μας.

Μπορεί όμως να ισχυριστεί εύλογα κάποιος: Αφού ο Χριστός «εγενήθη εις ημάς σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Α~ Κορ. 1/α/30), γιατί να ενδιαφερόμαστε να δείξουμε δική μας δικαιοσύνη; Σωστή, όμως και λάθος συνάμα, αυτή η σκέψη, επειδή όντως δεν είναι η ανθρώπινη δικαιοσύνη που λειτουργεί στη ζωή του πιστού, όμως καλούμαστε να είναι τα μέλη μας όχι «όπλα αδικίας εις την αμαρτίαν», αλλά «όπλα δικαιοσύνης εις τον Θεόν» (Ρωμ. 6/ς/13).

Εξυπακούεται, λοιπόν, ότι η δικαιοσύνη του Θεού δεν μπορεί να φανερωθεί αυτομάτως στη ζωή των πιστών^ χρειάζεται εμείς να μη λησμονούμε ότι  «τα σώματά μας είναι μέλη του Χριστού» (Α~ Κορ. 6/ς/15) και να διαθέτουμε τον εαυτό μας ως σκεύος τίμιας χρήσης. Κάθε φορά που τα μέλη μας συμμετέχουν σε κάποια πράξη, αυτό φανερώνει και τίνος μέλη είναι^ όπως στο παράδειγμα που αναφέρει ο Παύλος και όπου τα μέλη μας (που θεωρητικά πρέπει να είναι μέλη Χριστού) μπορεί να καταντήσουν «μέλη πόρνης». «Μη γένοιτο»!


7. ΕΝΕΔΥ΄ΘΗΤΕ Ή ΕΝΔΥΘΗ΄ΤΕ;

Μέχρι τώρα διαβάσαμε και συζητήσαμε ότι ο χριστιανός κατά τη βάπτισή του ΕΝΔΥΘΗΚΕ τον Χριστό, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτή η “ένδυση” είναι μόνιμη και αμετάτρεπτη. Δεν ακολουθεί τον πιστό μηχανικά ή μαγικά, συνεχώς και αμετάβλητα. Γι’ αυτό σε άλλες Επιστολές παραινούμαστε: «Ενδύθητε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και μη φροντίζετε περί της σαρκός εις το να εκτελήτε τας επιθυμίας αυτής» (Ρωμ. 13/ιγ/14) και «Σταθήτε περιεζωσμένοι την οσφύν σας με αλήθειαν και ενδεδυμένοι τον θώρακα της δικαιοσύνης» (Εφεσ. 6/ς/14). Αυτοί που καλούνται να ΕΝΔΥΘΟΥΝ εδώ τον Χριστόν, δεν είναι άλλοι από τους δικούς Του πιστούς, και είναι αυτοί που καλούνται να είναι ντυμένοι με τον θώρακα της δικαιοσύνης.

Θα λέγαμε πως, με τον ίδιο τρόπο που κάθε πρωί φορούμε ξανά τα ρούχα μας, έτσι και κάθε πρωί θα πρέπει να θυμόμαστε να ντυθούμε ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ, όπως επίσης να αναλαμβάνουμε και να φορούμε την πανοπλία του Θεού (Εφεσ. 6/ς/11) για να μπορέσουμε να αντισταθούμε στην ώρα της σατανικής επίθεσης και να μείνουμε σταθεροί στη θέση που μας έταξε ο Κύριος, ο ουράνιος στρατολόγος.


8. ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΑΠΕΚΔΥΣΗ

Για να γίνει όμως η ένδυσή μας με τον Χριστό, πρέπει πρώτα να γίνει η απέκδυσή μας από τον παλαιό άνθρωπο της σάρκας. Όταν ο Παύλος έγραψε «Να ενδυθήτε τον νέον άνθρωπον», προηγουμένως είχε πει: «Να απεκδυθήτε τον παλαιόν άνθρωπον τον κατά την προτέραν διαγωγήν, τον φθειρόμενον κατά τας απατηλάς επιθυμίας, και να ανανεόνησθε εις το πνεύμα του νοός σας και να ενδυθήτε τον νέον άνθρωπον, τον κτισθέντα κατά Θεόν εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας» (Εφεσ. 4/δ/21-24). Άρα δεν υπάρχει κάτι δικό μας, πάνω από το οποίο θα προσθέσουμε τον Χριστό, αλλά μάλλον πρέπει να φύγει κάθε τι από εμάς, ώστε να μείνει ΜΟΝΟ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ.

Στην Επιστολή προς Κολοσσαείς επίσης διαβάζουμε: «Ενεδύθητε τον νέον, τον ανακαινιζόμενον εις επίγνωσιν κατά την εικόνα του κτίσαντος αυτόν, όπου [...] τα πάντα και εν πάσιν είναι ο Χριστός» και θα προσθέσει: «ενδύθητε [ντυθείτε] λοιπόν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμών, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν, υποφέροντες αλλήλους και συγχωρούντες εις αλλήλους, εάν τις έχη παράπονον κατά τινος• καθώς και ο Χριστός συνεχώρησεν εις εσάς, ούτω και σεις• και εν πάσι τούτοις ενδύθητε [ντυθείτε] την αγάπην, ήτις είναι σύνδεσμος της τελειότητος. Και η ειρήνη του Θεού ας βασιλεύη εν ταις καρδίαις υμών, εις την οποίαν και προσεκλήθητε εις εν σώμα• και γίνεσθε ευγνώμονες» (Κολ. 3/γ/10-15).1

Είναι αυτό που με άλλα λόγια τονίζει: «Σας παρακαλώ εγώ ο δέσμιος εν Κυρίω να περιπατήσητε αξίως της προσκλήσεως, καθ' ην προσεκλήθητε» και «να περιπατήσητε αξίως του Κυρίου, ευαρεστούντες κατά πάντα, καρποφορούντες εις παν έργον αγαθόν και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού» (Εφεσ. 4/α/1, Κολ. 1/α/10).

Ο Παύλος γνώριζε πολύ καλά τι έγραφε. Το ερώτημα είναι πόσο εμείς γνωρίζουμε αυτές τις προτροπές και παρακλήσεις, και πόσο ενδιαφερόμαστε για να συμβαίνουν στη ζωή μας. |


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Είναι πολύ ενδιαφέρον εδώ να προσέξουμε πώς τοποθετούνται τα σχετικά ρήματα στο αρχαίο κείμενο, όπου πρώτα λέει απόθεσθε, ύστερα απεκδησάμενοι και μετά προσθέτει το ενδυσάμενοι (τα δύο τελευταία είναι μετοχές αορίστου μέσης φωνής), που σημαίνει: Έχοντας πρώτα απεκδυθεί, τώρα προχωρήστε και στο να ενδυθείτε.
________________________________________

•     Με βάση όσα αναπτύχθηκαν σ’ αυτό το άρθρο,  μπορούμε να καταλάβουμε πιο σωστά τη σημασία του ρήματος «ενδύω» και στη φράση που αναφέρθηκε από τον Χριστό, όταν υποσχέθηκε την βάπτιση της Εκκλησίας με Άγιο Πνεύμα, λέγοντας: «Ιδού, εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του Πατρός μου εφ' υμάς• σεις δε καθήσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ εωσού ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24/κδ/49), αλλά και φράσεις του Παύλου, όπως «Διότι πρέπει το φθαρτόν τούτο να ενδυθή αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο να ενδυθή αθανασίαν» (Α~ Κορ. 15/ιε/53), που αναφέρεται στο ένδοξο σώμα που θα λάβουν οι πιστοί κατά την ανάσταση. |

“”””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””””

Μπορώ να αγαπήσω



«Αλλά ο Θεός δείχνει την αγάπη του για εμάς διότι, ενώ εμείς ήμασταν ακόμα αμαρτωλοί,
ο Χριστός πέθανε για εμάς» (Ρωμ. 5/ε/8).

Πότε ήταν η τελευταία φορά που σταματήσαμε για να σκεφτούμε το μέγεθος της αγάπης του Θεού; Έχουμε άραγε κατανοήσει τι ακριβώς σήμαινε για τον Θεό να στείλει ως δώρο τον Ιησού στη Γη, ώστε να γίνει θυσία για τις αμαρτίες μας; Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να πιστέψουν στην αλήθεια του Ευαγγελίου, επειδή δε μπορούν να καταλάβουν για πιο λόγο ο Θεός θα έδειχνε τέτοια αγάπη σε εμάς ενώ δεν την αξίζουμε. «Δεν είναι δίκαιο», λένε, «Γιατί ο Θεός να με αγαπά και να θέλει να με συγχωρήσει; Αυτό που μου αξίζει, είναι να πληρώσω για τις αμαρτίες μου». Πώς απαντάμε;

Μια κατάλληλη απάντηση θα ήταν: «Ναι, αυτό που μας αξίζει είναι να πληρώσουμε εμείς για κάθε αμαρτία που μας απομακρύνει από την τέλεια αγιότητα του Θεού. Παρόλα αυτά, είτε μας αρέσει είτε όχι, και ασχέτως αν φαίνεται `πολύ καλό για να είναι αληθινό', η αλήθεια είναι πως το χρέος έχει ήδη πληρωθεί. Δεν έχουμε τη δυνατότητα ούτε είναι στην εξουσία μας να αλλάξουμε αυτή την αλήθεια, όσο κι αν προσπαθούμε να κερδίσουμε την αγάπη του Θεού `ξεπληρώνοντας τις αμαρτίες μας’ με διάφορα καλά έργα ή θρησκευτικές δραστηριότητες. Το μόνο που μένει, είναι, αφού δεχτούμε αυτή την τόσο σημαντική αλήθεια, ν’ αφιερώσουμε τη ζωή μας στη βαθύτερη κατανόησή της, και στη γνωστοποίησή της σε όλο τον κόσμο, για τη δόξα του Θεού».

Οι συνέπειες είναι τεράστιες, καθώς έτσι μπορούμε να κοιτάξουμε πέρα από τον εαυτό μας και να μοιραστούμε αυτή την αγάπη με άλλους. Κάθε άνθρωπος επιθυμεί να είναι γνωστός, κατανοητός και αποδεκτός – με μία λέξη, αγαπητός. Όμως κάθε προσπάθεια να καλύψουμε αυτή την ανάγκη από μόνοι μας, σύντομα μας μετατρέπει σε άκρως εγωιστές και εσωστρεφείς. Καταλήγουμε να ενεργούμε επιζήμια στη ζωή και τις ενέργειες άλλων, ενώ γινόμαστε εξαρτώμενοι από ανθρώπους για να νοιώθουμε αγάπη, αποδοχή και δύναμη για να ζούμε.

Αλλά κάθε πηγή αγάπης και αποδοχής πέρα από τον Θεό, είναι άκρως αναξιόπιστη, μη επαρκής και με αβέβαιο μέλλον. Είναι ουσιαστικό λοιπόν να δεχτούμε την προσφορά της τέλειας και αστείρευτης πηγής αγάπης, η οποία έχει ήδη εξασφαλιστεί για εμάς, πληρωμένη με το αίμα του Ιησού. Το έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως αυτό μέχρι τώρα; Ναι, έχει ΗΔΗ αγοραστεί. Και το καταπληκτικό αυτό δώρο δεν απαιτεί την πλήρη κατανόησή του από τον άνθρωπο αλλά προσφέρεται σε όσους το δεχτούν.

Γνωρίζοντας ότι αυτή η βασική μας ανάγκη έχει καλυφθεί τη στιγμή που δεχτήκαμε το Ευαγγέλιο, και καθώς συνεχίζουμε να καταλαβαίνουμε όλο και περισσότερο το εκπληκτικό σχέδιο του Θεού, που σκοπό έχει να μας φέρει πάλι κοντά Του, μπορούμε πλέον να διοχετεύουμε αυτή την αγάπη και σε άλλους. «Αγαπάμε γιατί Αυτός πρώτος μας αγάπησε» (Α' Ιωάν. 4/δ/19). «Επειδή μας έχει κυριεύσει η αγάπη του Χριστού, δε ζούμε πλέον για τον εαυτό μας» (Β' Κορ. 5/ε/14-15).
Του είπα: «Αν με γνώριζες, δε θα με ήθελες,

οι ουλές μου είναι κρυμμένες πίσω από τη μάσκα που φοράω.»

Μου είπε: «Παιδί μου, οι δικές μου ουλές είναι βαθύτερες,

κι είναι η αγάπη μου για σένα που τις προκάλεσε.»
Με αγαπάει, με αγαπάει, τώρα μπορώ κι εγώ να αγαπήσω εσένα,

επειδή Εκείνος που με ξέρει καλύτερα απ' όλους, με αγαπάει περισσότερο απ' όλους.

Με αγαπάει, σε αγαπάει, πιάσε κι εσύ σε παρακαλώ το χέρι μου,

μπορούμε πλέον να αγαπάμε ο ένας τον άλλο, επειδή Εκείνος μας αγαπάει!

Μακάρι οι παραπάνω στίχοι να γίνουν βαθιά αντιληπτοί στο μυαλό μας, και να γνωρίσουμε καλά «...την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη γνώση^ έτσι θα γεμίσει η ζωή μας με την πλούσια χάρη του Θεού» (Εφεσ. 3/γ/19).
Από Συνεργάτη