_______________________________

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

TYXIKOΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2002 -- Η «Κυριακή Προσευχή» σειρά άρθρων σχετικά με την Προσευχή του Κυρίου, το γνωστό σε όλους “Πάτερ ημών”. Αυτό είναι το δεύτερο άρθρο.


APO TO ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΥΧΙΚΟΣ
«Προσευχές» και ΠΡΟΣΕΥΧΗ...

Έχει δύναμη η προσευχή;

ASSISI-31

Η πρόσφατη συνάντηση προσευχής που έκανε ο Πάπας, φέρνει στο προσκήνιο ένα ζήτημα που έχει άμεση σχέση με την έννοια και την αξία της προσευχής. Πιο συγκεκριμένα ο Πάπας είπε στους αντιπροσώπους των θρησκειών του κόσμου ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: «Η Ασίζη σήμερα γίνεται και πάλι η `καρδιά’ ενός αναρίθμητου πλήθους που επικαλείται την ειρήνη, ενός λαού που δεν κουράζεται να πιστεύει στη δύναμη της προσευχής για να αποκτήσει την ειρήνη». (Η υπογράμμιση του “Τ”).

Γεννιέται συνεπώς το εξής σοβαρό ερώτημα: Η δύναμη είναι στην ΠΡΟΣΕΥΧΗ, στον ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟ, ή ΣΤΟΝ ΘΕΟ που ακούει την προσευχή;

Ως γνωστόν προσευχές και ικεσίες υπήρχαν και υπάρχουν σε όλες τις θρησκείες του κόσμου και σε όλο τους το φάσμα – από την αγνή λατρεία του ζωντανού Θεού και Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μέχρι το τελείως αντίθετο άκρο του σατανισμού...

Επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θεός προτρέπει τους πιστούς να προσεύχονται με πίστη, με θέρμη και με επιμονή, ζητώντας να πραγματοποιηθεί κάθε τι που είναι σύμφωνο με το δικό Του θέλημα. Τι ισχύει λοιπόν;

ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Σε μια πολύ γνωστή ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζουμε στο Α~ βιβλίο των Βασιλέων (18/ιη/19-41), συναντιούνται στο όρος Κάρμηλο ο προφήτης Ηλίας και οι ιερείς του Βάαλ. Η χώρα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα καθώς είχε να βρέξει περισσότερο από τρία χρόνια και ο λαός υπέφερε φοβερά. Αν ζούσε τότε ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και οι λοιποί θρησκευτικοί ηγέτες που συνάχθηκαν φέτος στην Ασίζη, ενδεχομένως να πρότειναν μια ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ προσευχή για επίλυση του προβλήματος, καθώς εκείνη την εποχή στο λαό υπήρχαν δύο θρησκείες, εκείνη του Γιαχβέ και εκείνη του Βάαλ. Προσευχή έκανε και ο προφήτης Ηλίας, προσευχή έκαναν και οι ιερείς του Βάαλ. Όμως εκείνη η προσευχή με αίτημα να παύσει η ανομβρία, δεν ήταν ούτε ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ούτε ΚΟΙΝΗ.

Από τη σκοπιά του προφήτη το σημαντικότερο δεν ήταν η βροχή αλλά να αποδειχτεί ποιος είναι ο αληθινός Θεός. «Εάν ο Κύριος ήναι Θεός, ακολουθείτε αυτόν^ αλλ’ εάν ο Βάαλ, ακολουθείτε τούτον», είπε στους Ισραηλίτες, και ως μέσο με το οποίο θα αποδεικνυόταν η αξία και η δύναμη του αληθινού Θεού ορίστηκε η προσευχή: «Επικαλέσθητε το όνομα των θεών σας, και εγώ θέλω επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου^ και ο Θεός, όστις εισακούση διά πυρός, τούτος ας ήναι ο Θεός», είπε ο Ηλίας και οι άλλοι συμφώνησαν.

Αντίθετα, όμως, από κάθε έννοια «ευγένειας», γύρω στο μεσημέρι «ο Ηλίας μυκτηρίζων αυτούς έλεγεν, Επικαλείσθε μετά φωνής μεγάλης^ διότι θεός είναι^ ή συνομιλεί, ή ασχολείται, ή είναι εις οδοιπορίαν, ή ίσως κοιμάται, και θέλει εξυπνήσει» (εδ. 27). Και στο τέλος –όταν η προσευχή των ιερέων έμεινε αναπάντητη ο δε Θεός απάντησε στην προσευχή του Ηλία– ο Προφήτης προχώρησε σε μια πράξη ανοίκεια με το χριστιανικό πνεύμα, όμως ταιριαχτή στο πλαίσιο εκείνης της εποχής, δηλαδή να σφάξει όλους τους ιερείς του ψεύτικου «θεού».

Δίκαια, λοιπόν, θα έλεγε κανείς ότι το πρόβλημα της προσευχής είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Ή έχουμε απέναντί μας έναν ή περισσότερους ζωντανούς «θεούς», που ακούνε την προσευχή και απαντούν, ή έχουμε απέναντί μας «νεκρά είδωλα» από τα οποία καμία βοήθεια ούτε βέβαια και η ειρήνη δεν μπορεί να προέλθει.

ΟΙ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΕΣ ΕΧΟΥΝ ΑΣΑΦΗ ΙΔΕΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

Η ιδέα της ΚΟΙΝΗΣ προσευχής ως φαίνεται ήταν γνωστή ανάμεσα στους ειδωλολάτρες οι οποίοι, έτσι κι αλλιώς, πολλούς και διάφορους θεούς είχαν στο πάνθεό τους. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Ιωνά, όταν στο μέσο του πελάγους και κάτω από την πίεση της τρομερής τρικυμίας «εφοβήθησαν οι ναύται, και ανεβόησαν έκαστος προς τον θεόν αυτού» ο δε πλοίαρχος είπε στον Ιωνά, «Τι κοιμάσαι συ; σηκώθητι, επικαλού τον Θεόν σου, ίσως ο Θεός μάς ενθυμηθή, και δεν χαθώμεν» (Ιωνάς 1/α/5-6).

Για τους ανθρώπους που ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΘΕΟ, και μόνο αναγνωρίζουν την ύπαρξη κάποιας ανώτερης από αυτούς δύναμης, αυτή μπορεί να λέγεται ΖΕΥΣ ή ΒΑΑΛ ή ΑΜΜΩΝ ΡΑ ή JUPITER ή με οποιοδήποτε άλλο όνομα, και μπορεί να ταυτιστεί με αετό, κύκνο, ταύρο ή κάποιο άλλο ζώο ή τυχαία ανθρώπινη μορφή, και συνεπώς δεν υπάρχει πρόβλημα. Ο Μέγας Αλέξανδρος για παράδειγμα δεν είχε πρόβλημα να θεωρεί τον εαυτό του ταυτόχρονα γιο του Δία αλλά και του Άμμων Ρα, αυτό όμως δε θα μπορούσε ποτέ να το πει κανένας Εβραίος ή Χριστιανός. Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να περάσει ούτε από τη σκέψη των ανθρώπων του Θεού διότι, αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στις άλλες θρησκείες, ο Θεός της Βίβλου ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΔΕΧΤΗΚΕ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΕΙ ΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΥ με άλλους: «Εγώ είμαι ο Κύριος^ τούτο είναι το όνομά μου^ και δεν θέλω δώσει την δόξαν μου εις άλλον, ουδέ την αίνεσιν μου εις τα γλυπτά» λέει ο Θεός (Ησ. 42/μβ/8).

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΟΝΟΜΑ

Ο Θεός στην Αγία Γραφή ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ και ΕΧΕΙ ΟΝΟΜΑ. Είναι ενδιαφέρον ότι η φράση «το όνομά μου» βρίσκεται στην Παλαιά Διαθήκη περισσότερες από 100 φορές, ενώ το προσωπικό όνομα του Θεού «Γιαχβέ» (ή Ιεχωβά) βρίσκεται σχεδόν 7.000 φορές. Χωρίς να είμαστε προληπτικοί με τη χρήση οποιουδήποτε συνδυασμού γραμμάτων που απαρτίζουν κάποιο όνομα, κατανοούμε γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός ενδιαφέρθηκε σοβαρά να κάνει γνωστό στους ανθρώπους ΤΟ ΟΝΟΜΑ του Θεού –δηλαδή τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα Του (Ιωάν. 17/ιζ/26).

Αυτόν είχε υπόψη του ο Δαβίδ όταν έγραφε: «Σε προσμένει ύμνος, Θεέ, εν Σιών^ και εις σε θέλει αποδοθή η ευχή. Ω ακούων προσευχήν, εις σε θέλει έρχεσθαι πάσα σαρξ» (Ψαλμ. 65/ξε/1-2). Όχι οποιονδήποτε απρόσωπο «θεό» αλλά Εκείνον που γνώριζε προσωπικά και είχε ομολογήσει πως ήταν «Ο ΠΟΙΜΗΝ» του, δηλαδή τον Κύριο τον Θεό του Ισραήλ.

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο απόστολος Παύλος θεωρεί υποχρέωσή του να κάνει σαφές με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο σε ποιον Θεό προσεύχεται: «Διά τούτο κάμπτω τα γόνατά μου προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εκ του οποίου πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται» (Εφεσ. 3/γ/14-15). Προτρέπει τους πιστούς «να δοξάζητε ομοθυμαδόν εν ενί στόματι τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 15/ιε/6). Γράφοντας στους Κορίνθιους προσδιορίζει: «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Β~ Κορ. 1/α/3, 11/ια/31). Το ίδιο και στους Κολοσσαείς: «Ευχαριστούμεν τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, προσευχόμενοι πάντοτε υπέρ υμών» (Κολ. 1/α/3). Ο απόστολος Πέτρος δοξολογεί: «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α~ Πέτρ. 1/α/3) και ο Ιωάννης γράφει περί του Ιησού «όστις έκαμεν ημάς βασιλείς, και ιερείς εις τον Θεόν και Πατέρα αυτού» (Αποκ. 1/α/6).

Όταν ο Πάπας έλεγε στους εκπροσώπους των άλλων θρησκειών: «Αν η ειρήνη είναι δώρο Θεού και πηγάζει απ’ αυτόν, πού μπορούμε να την αναζητήσωμε και να την οικοδομήσωμε αν όχι σε μια στενή και βαθιά σχέση με τον Θεό; Για να οικοδομηθή η ειρήνη στην τάξη, τη δικαιοσύνη και την ελευθερία απαιτείται λοιπόν ως πρώτο καθήκον η προσευχή, που είναι άνοιγμα, άκουσμα, διάλογος και τέλος ένωσις με τον Θεό, πρώτη πηγή της αληθινής ειρήνης», για ποιον «θεό» τους μιλούσε; Με ποιον «θεό» τους πρότρεπε «να ενωθούν»; Και όταν τους έλεγε: «Στο όνομα του Θεού κάθε θρησκεία να φέρει στη γη δικαιοσύνη και ειρήνη, συγγνώμη και ζωή, αγάπη!», για ποιας θρησκείας τον «θεό» μιλούσε;

Ο ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΞΕΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

«Με τίνα λοιπόν θέλετε με εξομοιώσει και θέλω εξισωθή; λέγει ο Άγιος» (Ησ. 40/μ/25). Δεν είναι δυνατόν να βάζουν κάτω από το όνομα «θεός» τον ΘΕΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ και όλους τους απίθανους «θεούς» των ειδώλων. Δεν είναι δυνατόν να λατρεύονται πλάι πλάι ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΘΕΟΣ με τα ΝΕΚΡΑ ΕΙΔΩΛΑ πίσω από τα οποία κρύβονται ΔΑΙΜΟΝΙΑ (Α~ Κορ. 10/ι/20).

Κάτι τέτοιο προσπάθησε να κάνει ο Σολομώντας όταν γύρω από το ναό της Ιερουσαλήμ έχτισε ναούς άλλων «θεών» για χάρη των ξένων γυναικών του. Μια ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ λατρεία εισηγήθηκε, όπου καθένας μπορούσε να διαλέξει σε ποιον ναό και ποιον «θεό» θα λάτρευε ενώ όσοι ήθελαν μπορούσαν να προσκυνούν περισσότερους από έναν. Αλλά αυτό δεν άρεσε διόλου στον Θεό.

Η φωνή του προφήτη Ηλία ακούγεται από τα βάθη των αιώνων και απευθύνεται προς το Βατικανό και το Φανάρι, προς τη Μόσχα και το Καντέρμπουρι, προς την Βομβάη και την Μέκκα, προς κάθε «ιερό» τόπο και προς κάθε θρησκευτικό ηγέτη για να πει την ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ: «Εάν ο Κύριος ήναι Θεός, ακολουθείτε αυτόν^ αλλ’ εάν ο Βάαλ, ακολουθείτε τούτον». Και ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε: «Ουδείς δούλος δύναται να δουλεύη δύο κυρίους^ διότι ή τον ένα θέλει μισήσει, και τον άλλον θέλει αγαπήσει^ ή εις τον ένα θέλει προσκολληθή, και τον άλλον θέλει καταφρονήσει» (Λουκ. 16/ις/13). Αν αυτό είναι αληθινό μεταξύ Θεού και μαμωνά (χρήμα) πόσο περισσότερο είναι αληθινό ανάμεσα στον Θεό και τους ποικίλους «θεούς» ανθρώπινης προέλευσης και σατανικής έμπνευσης.

ΑΣ ΣΟΒΑΡΕΥΤΟΥΜΕ

Ολοι όσοι συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Πάπα ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ. Αντίθετα με αυτό το γεγονός προσπάθησαν αφενός να καλοπιάσουν τους πολιτικούς ηγέτες –δηλώνοντας εμμέσως ότι δεν είναι εκείνοι που κατευθύνουν τη θρησκευτική τρομοκρατία– και αφετέρου να απευθύνουν στους οπαδούς τους μια παραίνεση ώστε να αποφεύγουν τη βία στις μεταξύ τους σχέσεις.

Όμως πόλεμοι συνεχίζονται και νέοι προετοιμάζονται. Τα εργοστάσια των όπλων εργάζονται πυρετωδώς και νέα συστήματα, επίγεια και διαστημικά, σχεδιάζονται. Οι πόροι της γης που διατέθηκαν από τον Θεό για τους λαούς της, διατίθενται για την επικράτηση και την επιβολή των λίγων επί των πολλών. Οι λαοί χάνονται είτε από τον πόλεμο είτε από την πείνα, είτε από τα ναρκωτικά είτε από τα αυτοκίνητα, και εκατομμύρια παιδιών κατακρεουργούνται κάθε χρόνο με εκτρώσεις και κακοποιούνται με μύριους τρόπους...

Αγιότατε, Παναγιότατε, Μακαριότατοι, Πανοσιολογιότατοι, Ιερότατοι, Αιδεσιμότατοι ή όπως αλλιώς θέλετε να σας προσφωνούν, ηγέτες και εκπροσώποι των επί γης θρησκειών, Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι, Λουθηρανοί, Πεντηκοστιανοί, Μεθοδιστές, Βαπτιστές κ.λπ. Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Βουδιστές, Ινδουιστές και όπως αλλιώς σας λένε –όλη αυτή η ετερόκλητη Βαβέλ– για ένα πράγμα εμείς είμαστε βέβαιοι, ότι κανένας από σας δεν εκπροσωπούσε τον αληθινό Θεό στην Ασίζη και κανενός από σας η προσευχή δεν ακούστηκε στον ουρανό.

Αν η προσευχή σας ήταν ΜΕ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, τότε σύντομα ΘΑ ΛΑΒΕΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Όμως χιλιάδες παρόμοιες αιτήσεις που αιώνες τώρα απευθύνονται καθημερινά στους ναούς, «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου» και «υπέρ της των πάντων ενώσεως», δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα...

«Ουκ αν λάβης παρά του μη έχοντος», έγραψε ο αρχαίος στοχαστής και μάλλον είχε δίκιο. Αν περιμένετε την ειρήνη από τους ψεύτικους «θεούς», ματαιοπονείτε. Αν περιμένετε την ειρήνη από τους λαούς που έχουν γαλουχηθεί με το μίσος προς «εαυτούς και αλλήλους», ματαιοπονείτε. Αν περιμένετε την ειρήνη από τις καλές σας προσπάθειες, ματαιοπονείτε.

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

Η προσευχή δεν είναι μαγική δύναμη. Η δύναμη ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ, όπως προσπαθεί να διδάξει η πανθεϊστική θρησκεία της Νέας Εποχής (New Age, Scientology κ.λπ.), αλλά Σ’ ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΑΚΟΥΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙ. Ποια όμως ήταν η θέση του ζωντανού Θεού μέσα σε όλα αυτά; Τίποτα παραπάνω από ένας «επίσημος» προσκεκλημένος σε μια διαδικασία που άλλοι είχαν οργανώσει, άλλοι πραγματοποίησαν, άλλοι ανέλαβαν να υλοποιήσουν. Άρα ο Θεός της Βίβλου δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά.

Πού είναι ο Θεός της ειρήνης; Ούτε στις διακρατικές υποθέσεις ούτε στις διαθρησκευτικές διπλωματίες. Πού είναι ο Άρχοντας της ειρήνης; Σίγουρα όχι στις ανθρώπινες καρδιές.

Είμαστε κι εμείς υποστηρικτές της ειρήνης και εργαζόμαστε υπέρ αυτής (Ματθ. 5/ε/9, Ρωμ. 12/ιβ/18), προσπαθώντας να τη ζήσουμε έμπρακτα στις προσωπικές μας σχέσεις. Σε ό,τι αφορά όμως την πολύ επαινεθείσα από τα ΜΜΕ συνάντηση της Ασίζης, θα κρατήσουμε επιφυλάξεις κατά πόσον μια τέτοια «προσευχή» έφτασε ποτέ ως τα ώτα του Θεού.

Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η πολυθρησκευτική αυτή σύμπραξη ήταν μάλλον ένα βδέλυγμα ενώπιον του Θεού. Μάλιστα ένα βδέλυγμα που τείνει να καταστεί θεσμός και να επαναλαμβάνεται κάθε τόσο, αφού κανένα αποτέλεσμα δεν πρόκειται να φέρει.Απέναντι λοιπόν σ’ αυτά τα «πανηγύρια» είθε όσοι προβληματίζονται πραγματικά για την ειρήνη να δώσουν σημασία στη θεϊκή φωνή μέσω του αρχαίου Προφήτη:


«Όταν έρχησθε να εμφανισθήτε ενώπιον μου, τις εζήτησεν εκ των χειρών σας τούτο, να πατήτε τας αυλάς μου; Μη φέρετε πλέον ματαίας προσφοράς^ το θυμίαμα είναι βδέλυγμα εις εμέ^ τας νεομηνίας και τα σάββατα, την συγκάλεσιν των συνάξεων, δεν δύναμαι να υποφέρω, ανομίαν και πανηγυρικήν σύναξιν. Τας νεομηνίας σας και τας διατεταγμένας εορτάς σας μισεί η ψυχή μου^ είναι φορτίον εις εμέ^ εβαρύνθην να υποφέρω. Και όταν εκτείνητε τας χείρας σας, θέλω κρύπτει τους οφθαλμούς μου από σας^ ναι, όταν πληθύνητε δεήσεις, δεν θέλω εισακούει^ αι χείρες σας είναι πλήρεις αιμάτων. Λούσθητε, καθαρίσθητε^ αποβάλετε την κακίαν των πράξεων σας απ’ έμπροσθεν των οφθαλμών μου^ παύσατε πράττοντες το κακόν, μάθετε να πράττητε το καλόν^ εκζητήσατε κρίσιν, κάμετε ευθύτητα εις τον δεδυναστευμένον, κρίνατε τον ορφανόν, προστατεύσατε την δίκην της χήρας. Ελθετε τώρα, και ας διαδικασθώμεν, λέγει Κύριος^ εάν αι αμαρτίαι σας ήναι ως το πορφυρούν, θέλουσι γείνει λευκαί ως χιών^ εάν ήναι ερυθραί ως κόκκινον, θέλουσι γείνει ως λευκόν μαλλίον. Εάν θέλητε και υπακούσητε, θέλετε φάγει τα αγαθά της γης^ εάν όμως δεν θέλητε και αποστατήσητε, θέλετε καταφαγωθή υπό μαχαίρας^ διότι το στόμα του Κυρίου ελάλησε».

 (Ησαΐας 1/α/12-20)

Με όσα γράψαμε στα δύο προηγούμενα άρθρα για την τελετή της Ασίζης, ας μη θεωρηθεί ότι κατακρίνουμε μόνο τον Πάπα. Υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες όσα με τίτλο «Είναι τούτο Προσευχή;» γράψαμε στο τεύχος Μαΐου-Ιουνίου 2001, σελ. 2585.  Ατυχώς η προσευχή έχει παρεξηγηθεί πολύ –ιδιαίτερα μάλιστα ανάμεσα στους λεγόμενους χαρισματικούς κύκλους– και ως φαίνεται πρέπει να επανέλθουμε.
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> 
Για την προσευχή 

«Κύριε, δίδαξον ημάς να προσευχώμεθα»

Στο προηγούμενο τεύχος αναφερθήκαμε στο ζήτημα των διαφόρων προσευχών και «προσευχών», που αναπέμπονται από διάφορες πηγές και προς διάφορες «κατευθύνσεις», και υποσχεθήκαμε πως σύντομα θα αναφερθούμε εκτενέστερα για το θέμα της Προσευχής, που τόσο συχνά απαντάται στις Άγιες Γραφές και τόσο πολύ κακοποιείται από τους θρησκευόμενους ανθρώπους, και μάλιστα τους χριστιανούς.


Σήμερα ο επισκέπτης σε διάφορες χριστιανικές εκκλησίες θα δει και θα ακούσει εκεί «προσευχές» που καμία, ή σχεδόν καμία, σχέση δεν έχουν με την υποδειγματική προσευχή που δίδαξε ο Κύριος, μα ούτε και με τις υπόλοιπες προσευχές που καταγράφονται σε άλλες σελίδες στην Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη.

Αλλού άνθρωποι ρασοφορεμένοι παπαγαλίζουν λόγια των οποίων το νόημα ελάχιστα καταλαβαίνουν. Αλλού συνεπαρμένοι όχλοι εκστασιαζομένων φωνάζουν αλλόφρονες θυμίζοντας τους αρχαίους ιερείς του Βάαλ, για τους οποίους ο Ηλίας «μυκτηρίζων αυτούς έλεγεν, Επικαλείσθε μετά φωνής μεγάλης^ διότι θεός είναι^ ή συνομιλεί, ή ασχολείται, ή είναι εις οδοιπορίαν, ή ίσως κοιμάται, και θέλει εξυπνήσει» (Α~ Βασ. 18/ιη/27). Κυρίως όμως –και αυτό υπάρχει παντού– θα ακούσει έναν χείμαρρο αιτημάτων τα περισσότερα από τα οποία είναι εντελώς υλιστικά (υγεία, εργασία, ευημερία, μακροημέρευση, δικαστικοί αγώνες κ.λπ.)...

 "Η προσευχή της κλώστριας" του Gerrit Dou (1613-1675)
(Alte Pinakothek - Μόναχο)
Αλλά ο κύριος στόχος της προσευχής δεν πρέπει να είναι η προώθηση των υλικών μας αιτημάτων. Η προσευχή δεν είναι μια τυπική διαδικασία με την οποία στέλνουμε στον Θεό τον κατάλογο με τις επιθυμίες μας. Εξάλλου πολλές φορές ζητάμε πράγματα που φαίνονται να είναι αυτό που χρειαζόμαστε, αλλά αργότερα καταλαβαίνουμε πως αν τα είχαμε λάβει, αυτό θα ήταν προς ζημία μας.

Ούτε είναι η προσευχή ένας τρόπος για να στέλνουμε στον Θεό “σήμα κινδύνου” σχετικά με τις ανάγκες μας. Ο Θεός τις γνωρίζει πολύ καλύτερα από ότι εμείς και δεν χρειάζεται καμία γραφειοκρατική υπενθύμιση για να ξέρει πού είμαστε και τι πρόβλημα αντιμετωπίζουμε. Η προσευχή σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας μηχανισμός σχεδιασμένος για να κάνουμε τον Θεό να μας θυμηθεί

Ένας από τους βασικούς σκοπούς της προσευχής είναι να διαθέσουμε χρόνο συνομιλώντας με τον Πατέρα μας. Και όταν γίνεται με αυτό το στόχος, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η προσευχή μας θα απαντηθεί.

Στο βιβλίο “Η Προσευχή του Ιησού”, ο Ken Hemphill χρησιμοποιεί ως παράδειγμα ένα περιστατικό από την οικογενειακή του ζωή, εν συντομία ως εξής:

Κάποιο διάστημα εργαζόμουν σε μια υπηρεσία που απαιτούσε να απουσιάζω μεγάλα διαστήματα από το σπίτι. Όπως συμβαίνει με εκείνους που ταξιδεύουν συχνά, είχα τη συνήθεια να φέρνω στο σπίτι ένα μικρό δώρο για τα δύο μου κοριτσάκια.

Αλλά τι συνέβαινε σχεδόν κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι; Τα παιδιά έτρεχαν να με υποδεχτούν λέγοντας: “Γεια σου μπαμπά. Τι μας έφερες;”

Μια φορά, ύστερα από ένα ιδιαίτερα εξαντλητικό ταξίδι, έφθασα στο σπίτι όπου πάλι με υποδέχτηκαν με την ίδια στερεότυπη υποδοχή: “Μπαμπά, τι μας έφερες;” Αλλά για κάποιους λόγους, εκείνη τη φορά δεν είχα τη διάθεση να μοιράσω δώρα. Αντ’ αυτού, έδωσα στα κορίτσια μου μια σύντομη όσο και αυστηρή διάλεξη εξηγώντας τους πόσο δύσκολο ήταν όταν ήμουν μακριά τους και πόσο κουρασμένος ήμουν κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι. Προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν πώς θα αισθάνονταν εκείνες αν βρίσκονταν τόσο συχνά μακριά από το σπίτι επί αρκετές ημέρες, και τους εξήγησα πόσο καλύτερο θα ήταν για μένα εάν ήξερα ότι ένιωθαν ευτυχισμένες όχι επειδή θα έπαιρναν κάποιο δώρο μου, αλλά επειδή είχαν ξανά τον μπαμπά τους στο σπίτι. Αναμφίβολα τις έκανα να νιώσουν κάποια δόση ενοχής.

Το επόμενο Σαββατοκύριακο που επέστρεψα στο σπίτι μετά από ένα ακόμη ταξίδι μακριά από την πόλη, είχαν ήδη ξεχάσει τη διάλεξή μου από το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Ως συνήθως τα κορίτσια έτρεξαν για να με συναντήσουν στην αυλή – αλλά αυτή τη φορά, η μικρότερη κόρη μου πήδηξε στα χέρια μου, μου έδωσε ένα σφιχτό αγκάλιασμα, και με την πιο γλυκιά φωνή της, είπε: “Μπαμπά, σε αγαπάω. Χαίρομαι πολύ που είσαι πάλι στο σπίτι”. Η καρδιά μου έλιωσε μέσα μου, όμως με την επόμενη ανάσα της, φυσικά, ρώτησε, “Και τώρα... τι μου έφερες;” Είχε γίνει μόνο ένα καλό ξεκίνημα...

Όμως, λέει ο συγγραφέας, η συμπεριφορά της κόρης μου με έκανε να συνειδητοποιήσω με τι έμοιαζαν οι δικές μου προσευχές στον ουράνιο Πατέρα, επειδή είναι αλήθεια ότι τις πιο πολλές φορές προσευχόμαστε κάπως έτσι και όλη η ώρα διατίθεται σχεδόν αποκλειστικά σε αιτήματα, αιτήματα, αιτήματα... Είμαι βέβαιος ότι οι προσευχές μας συχνά ηχούν ακριβώς όπως οι παιδαριώδεις επαναλήψεις των κοριτσιών μου: “Τι μας έφερες μπαμπά; Τι μας έφερες;”

Είναι ανάγκη, λοιπόν, να καταλάβουμε ότι η προσευχή δεν είναι μόνο για αιτήματα αλλά μας επιτρέπει να βρεθούμε στην παρουσία του Πατέρα, για να Του εκφράσουμε την αγάπη μας , να Τον ευχαριστήσουμε για το αμείωτο ενδιαφέρον Του για τη ζωή μας και να Του δώσουμε την τιμή που οφείλουμε. Τότε θ’ ανακαλύψουμε μια νέα διάσταση της προσευχής που είναι τόσο ξένη στους περισσότερους πιστούς.

Η επικοινωνία με τον Θεό είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή από οποιαδήποτε απάντηση σε αιτήματά μας. Και εάν τούτο γίνει ο σκοπός  για τον οποίο προσευχόμαστε, τότε δεν θα υπάρχει πια αυτό που λένε «αναπάντητη προσευχή».

Είναι ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό, ότι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός έκρινε σκόπιμο, από την αρχή ήδη της διδασκαλίας Του, να προτάξει το ζήτημα της προσευχής λέγοντας στους Μαθητές Του: «Όταν προσεύχησθε, μη βαττολογήσητε, ως οι εθνικοί^ διότι νομίζουσιν ότι με την πολυλογίαν αυτών θέλουσιν εισακουσθή. Μη ομοιωθήτε λοιπόν με αυτούς^ διότι εξεύρει ο Πατήρ σας, τίνων έχετε χρείαν, πριν σεις ζητήσητε παρ’ αυτού» (Ματθ. 6/ς/7-8).

Ο Λουκάς συνδέει τούτη τη διδασκαλία του Κυρίου με σχετικό αίτημα των ίδιων των Μαθητών, οι οποίοι είπαν: «Κύριε, δίδαξον ημάς να προσευχώμεθα, καθώς και ο Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού» (Λουκ. 11/ια/1), γεγονός που φανερώνει την ανάγκη τους για κάποια οδηγία στο συγκεκριμένο θέμα.

Πόσο καλό θα ήταν, λοιπόν, αν οι σημερινοί χριστιανοί έδειχναν ανάλογο ζήλο –όχι τόσο να ζητήσουν, αφού αυτό ήδη έγινε από τους Αποστόλους– αλλά ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΟΥΝ την περί προσευχής διδασκαλία του Κυρίου και το υπόδειγμα που Εκείνος έδωσε στους Μαθητές Του και δι’ αυτών σε μας.

Απέναντι στη «χαώδη» εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα οι προσευχόμενοι χριστιανοί, οι αγαπητοί αναγνώστες καλούνται στη συνέχεια να δουν με μια νέα ματιά στην αποκαλούμενη «Κυριακή Προσευχή», με την ευχή να προσεχθούν και η μορφή και το περιεχόμενό της και με την ελπίδα η προσέγγιση αυτή να γίνει με ειλικρίνεια και καλή διάθεση για να προχωρήσουμε σε αυτοκριτική μας. |

Για το δεύτερο άρθρο αυτής της σειράς πατήστε εδώ
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> 

TYXIKOΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2002 --

Για την προσευχή      
 Λογοτεχνική εκτίμηση
της "Κυριακής Προσευχής"

 Είναι κείμενο που θα μπορούσε, με επικοινωνιακά-γλωσσικά κριτήρια, να χαρακτηρισθεί ως «ιδανικό».

Το κείμενο αυτό, με αρχικό τίτλο «Η τελειότητα της `Κυριακής Προσευχής’», το έγραψε ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης, Καθηγητής Γλωσσολογίας και Πρύτανης του Παν/μίου Αθηνών, και δημοσιεύθηκε πριν από μερικούς μήνες στην εφημερίδα «Το Βήμα» (26-8-2001).
Η ανάγκη επικοινωνίας τού ανθρώπου με τον Θεό (όποιον θεό πιστεύει), η ανάγκη τής προσευχής, είναι από πολύ παλιά γνωστή στον άνθρωπο και εμφανίζεται στις γλώσσες των περισσοτέρων λαών. Στην Ελληνική η λέξη προσεύχομαι (απευθύνω ευχή, αίτημα ή παράκληση προς τους θεούς) πρωτοαπαντά στον Αισχύλο, ενώ ως τεχνικός όρος η λέξη προσευχή μαρτυρείται πολύ αργότερα στην Αγία Γραφή, στο κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης και  με ιδιαίτερο βάρος και βάθος  στο κείμενο τής Καινής Διαθήκης. Δεν έχω, δυστυχώς, τον επιστημονικό θεολογικό οπλισμό, για να ερμηνεύσω το βαθύτερο περιεχόμενο, το δογματικό νόημα και τη σημασία που έχει στην ορθόδοξη, ιδίως, παράδοση η έννοια τής προσευχής. Αυτό που ακροθιγώς επιχειρώ να δείξω εδώ, στο θεωρητικό πλαίσιο μιας κειμενογλωσσικής ανάλυσης που ανάγεται στον Roman Jakobson, είναι η γλωσσική δομή τής κυριακής προσευχής, όπως μας παραδίδεται από το Ευαγγέλιο (Ματθ. 6, 9-13 και Λουκ. 11, 2-4), την οποία θεωρώ ως ιδανικό κείμενο. Κατά το κείμενο τού Ευαγγελίου, την παραδίδει ο ίδιος ο Κύριος στους ανθρώπους (εξ ου και «κυριακή» προσευχή), λέγοντας «ούτως ουν προσεύχεσθε υμείς» και συνοδεύοντάς την μ’ ένα πολύ διδακτικό ηθικό αλλά και γλωσσικό σχόλιο: «Προσευχόμενοι δε μη βαττολογήσητε, ώσπερ οι εθνικοί. δοκούσι γαρ ότι εν τη πολυλογία αυτών εισακουσθήσονται. μη ουν ομοιωθήτε αυτοίς. οίδε γαρ ο πατήρ υμών ων χρείαν έχετε προ τού υμάς αιτήσαι αυτόν» (Ματθ. 6, 7-9).

Το κείμενο της Κυριακής Προσευχής στην ιαπωνική γλώσσα. Από τη Μονή Pater Noster της Παλαιστίνης, που είναι αφιερωμένη στην εν λόγω προσευχή και όπου υπάρχει συλλογή της σε πάρα πολλές γλώσσες.

Εξ ορισμού ως προσευχή, ως κείμενο ευχών και αιτημάτων / παρακλήσεων, το κείμενο τής κυριακής προσευχής (γνωστό και ως «Πάτερ ημών») λειτουργεί μ’ έναν κεντρικό μηχανισμό τής γλώσσας, την τροπικότητα. Είναι ο μηχανισμός τής γλώσσας που, άλλοτε γραμματικοποιημένος (με τη μορφή των εγκλίσεων τής Προστακτικής, τής Υποτακτικής και τής Ευκτικής, όπως συμβαίνει στην αρχαία ελληνική γλώσσα) και άλλοτε λεξικοποιημένος (με «δείκτες τροπικότητας», όπως τα ας, να και θα στη Νέα Ελληνική), χρησιμοποιείται από τον ομιλητή τής Ελληνικής για επικοινωνιακές ανάγκες όπως η έκφραση επιθυμίας, ευχής, παράκλησης, προτροπής, προσταγής, απαγόρευσης, απειλής κ.τ.ό.

Το κείμενο τής κυριακής προσευχής είναι υπόδειγμα λιτότητας, περιεκτικότητας και ευθυβολίας. Περιλαμβάνει: α) μια επίκληση προς τον Θεό, εκφρασμένη με την πτώση τής επίκλησης, την κλητική, με την οποία και αρχίζει: Πάτερ ημών... β) τρεις ευχές / επιθυμίες, εκφρασμένες με τριτοπρόσωπους μονολεκτικούς τύπους τής κατεξοχήν τροπικής έγκλισης, τής Προστακτικής: αγιασθήτω - ελθέτω - γενηθήτω... και γ) τρία αιτήματα / παρακλήσεις, εκφρασμένα με τους κατεξοχήν τύπους Προστακτικής, τους τύπους τού β’ προσώπου: δος - άφες - μη εισενέγκης, αλλά ρύσαι...

Κάθε ευχή και κάθε αίτημα εξειδικεύεται (η εξειδίκευση αποτελεί έναν άλλο κεντρικό μηχανισμό τής γλώσσας) με τα πιο άμεσα και απαραίτητα στοιχεία. Οι τρεις ευχές μ’ ένα ομοιόμορφο ονοματικό υποκείμενο: αγιασθήτω  το όνομά σου, ελθέτω  η βασιλεία σου, γενηθήτω  το θέλημά σου. Τα τρία αιτήματα με δύο συμπληρώματα (προσώπου και πράγματος) στο κάθε ρήμα τους: δος  ημίν τον άρτον, άφες  ημίν τα οφειλήματα ημών, μη εισενέγκης  ημάς εις πειρασμόν και ρύσαι  ημάς από τού πονηρού (εις πειρασμόν και από τού πονηρού είναι εμπρόθετα συμπληρώματα / αντικείμενα).

Περαιτέρω, λιτή πάντοτε, εξειδίκευση γίνεται με ελάχιστες αναφορές τόπου, χρόνου και τρόπου: πάτερ ημών  ο εν τοις ουρανοίς (εξειδίκευση τόπου), γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί τής γης (εξειδίκευση τόπου), δος ημίν σήμερον τον άρτον ημών τον επιούσιον (εξειδίκευση χρόνου), άφες ημίν τα οφειλήματα ημών  ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών (εξειδίκευση τρόπου).

Το περιεχόμενο τού κειμένου κλιμακώνεται νοηματικά: προηγούνται οι ευχές και ακολουθούν τα αιτήματα. Ξεκινάει με ό,τι αναφέρεται στον ίδιο τον Θεό, για να περάσει μετά στα αιτήματα. Κι εδώ κλιμάκωση, από τα υλικά στα πνευματικά αιτήματα: τα προς το ζην  άφεση αμαρτιών  προστασία από τον πειρασμό. Γλωσσικά σε όλο το κείμενο κυριαρχεί και προβάλλεται το ρήμα: αγιασθήτω  ελθέτω  γενηθήτω, δος  άφες  μη εισενέγκης  ρύσαι. Κυριαρχούν και προτάσσονται οι ευχές και τα αιτήματα. Η εξειδίκευσή τους επιτάσσεται, τα υποκείμενα δηλαδή και τα αντικείμενά τους (με εξαίρεση το αντικείμενο τού δος).

Συμπέρασμα. Το κείμενο τής κυριακής προσευχής είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε, με επικοινωνιακά - γλωσσικά κριτήρια, να χαρακτηρισθεί ως «ιδανικό». Είναι λιτό, γιατί περιορίζεται σε βασικές πληροφοριακές δομές (επίκληση  ευχές  αιτήματα), σε εξίσου βασικές εξειδικευτικές πληροφορίες (ονοματικά υποκείμενα στις ευχές  διπλά ονοματικά συμπληρώματα στα αιτήματα) και σε ελάχιστες εξειδικεύσεις χρόνου, τόπου και τρόπου. Με μια εντυπωσιακή οικονομία γλωσσικών μέσων  στο κείμενο χρησιμοποιείται μόνο Προστακτική, με εξαίρεση τη μοναδική διαπιστωτική ρηματική δήλωση, την Οριστική αφίεμεν  επιτυγχάνεται μια ουσιαστική, καίρια και γνήσια μορφή επικοινωνίας, χωρίς ρητορείες, επιτηδεύσεις και περιττό λεκτικό φόρτο. Η συμμετρία και η έντονα αισθητή επανάληψη των ίδιων συντακτικών και μορφολογικών δομών (το γνωστό φαινόμενο τού «παραλληλισμού»), που φάνηκε ελπίζω έστω και αμυδρά στη σύντομη ανάλυσή μας, εξασφαλίζει στο κείμενο τής κυριακής προσευχής αίσθηση ρυθμού και μέτρου (που δεν θίξαμε εδώ), γεγονός που οδηγεί στην εύκολη πρόσληψη και μνημονική ανάκληση τού κειμένου. Πρόκειται για ένα θαυμαστό, τέλειο στην απλότητα και τη βαθύτητά του κείμενο, που δείχνει ανάγλυφα την εκφραστική δύναμη, στην οποία μπορεί να φθάσει η γλώσσα τού ανθρώπου, απόρροια τής ιδιότητας που μοιράζεται «κατά χάριν» ο άνθρωπος με τον Θεό, απόρροια τού πνεύματος.
Οι παρατηρήσεις του Καθηγητή δεν είναι βέβαια θεολογικού χαρακτήρα ούτε αγγίζουν τις πνευματικές διαστάσεις του θαυμάσιου αυτού κειμένου, που βγήκε από το ίδιο το στόμα του Κυρίου. Όπως ο ίδιος ομολογεί, δεν έχει «τον επιστημονικό θεολογικό οπλισμό» για να ερμηνεύσει «το βαθύτερο περιεχόμενο, το δογματικό νόημα και τη σημασία» του ιερού αυτού κειμένου. Όμως ο θαυμασμός που εκφράζει για το περιεχόμενο της προσευχής, και μάλιστα για τον λιτό της τρόπο, είναι προφανής

Στο επόμενο τεύχος θα παρουσιάσουμε μια ανάλυση της Κ.Π. παρουσιάζοντας το πνευματικό μήνυμα του ιερού κειμένου και σημεία που πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα από τους πιστούς του Κυρίου. |
01--
Η «Κυριακή Προσευχή»
 Ανάλυση (1)
 Συνεχίζουμε τη σειρά άρθρων σχετικά με την Προσευχή του Κυρίου, το γνωστό σε όλους “Πάτερ ημών”. Αυτό είναι το δεύτερο άρθρο.

Η προσευχή, μαζί με την ελεημοσύνη, τη νηστεία και τον αποδεκατισμό, αποτελούσαν για τους Εβραίους τις μέγιστες πράξεις δικαιοσύνης (Λουκ. 18/ιη/10-12). Μα και ο Χριστός την διατήρησε σε ανάλογη θέση αφού η προσταγή «Προσεύχεσθε» είναι τόσο συχνή μέσα στη διδασκαλία Του.

Η Κυριακή Προσευχή είναι δομημένη σε τρία μέρη. Η αρχική επίκληση ακολουθείται από τρία αιτήματα που αφορούν στον Θεό και η προσευχή κλείνει με τρία αιτήματα σχετικά με τους ανθρώπους που ζουν στην προσδοκία του Κράτους του Θεού. Έχει σαφή εσχατολογικό προσανατολισμό ωστόσο υπονοεί μια άμεση συνεργασία Θεού και ανθρώπων.

Η Εκκλησία είδε πάντοτε την Κυριακή Προσευχή ως την κατ’ εξοχή χριστιανική προσευχή. Ο Τερτυλιανός θεωρούσε την Κυριακή Προσευχή σαν μια επιτομή και σύνθεση τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης.

«Σε λίγες μόνο λέξεις, συνοψίζει τα ρητά των προφητών, τα ευαγγέλια, τους Απόστολους, τις ομιλίες, τις παραβολές, τα παραδείγματα και τα εντάλματα του Κυρίου και, συγχρόνως, εκπληρώνονται τόσο πολλές από τις ανάγκες μας. Στην επίκληση του Πατέρα, τιμάμε τον Θεό^ στο Όνομα υπάρχει η ομολογία της πίστης^ στο θέλημά Του είναι η προσφορά της υπακοής^ στη βασιλεία καταγράφεται η ελπίδα^ στο ψωμί βρίσκεται το αίτημα για ζωή^ στο αίτημα για συγχώρεση είναι η ομολογία των αμαρτιών^ στο αίτημα για προστασία είναι ο φόβος του πειρασμού. Γιατί απορούμε; Μόνο ο Θεός θα μπορούσε να μας διδάξει πώς θα ήθελε να προσευχόμαστε» (De Oratione 9,1-3).

 Ι. Η αρχική επίκληση

1. «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς»

Λέγοντας «Πάτερ ημών», ο άνθρωπος αναγνωρίζει την πηγή του και απευθύνεται στην αγάπη Του. Τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποδίδουν στον Γιαχβέ/Κύριο το όνομα «Πατέρας», στο οποίο ενυπάρχουν τα δύο συστατικά της πατρότητας (εξουσία και αγάπη). Ο Θεός παρουσιάζεται αρχικά ως Πατέρας του λαού  Ισραήλ, επειδή τον δημιούργησε μέσω της εκλογής του Αβραάμ και της διαθήκης Του με αυτόν. Έτσι ο Ισραήλ έγινε ο πρωτότοκος του Θεού και συνεπώς ο λαός Του (Έξοδ. 4/δ/22-23, Δευτ. 32/λβ6-8). Ως «Πατέρας» του Ισραήλ είναι τρυφερός και στοργικός. Πάντα φιλεύσπλαχνος και πιστός τους περιβάλλει με αγάπη. «Καθώς σπλαχνίζεται ο πατήρ τα τέκνα, ούτως ο Κύριος σπλαχνίζεται τους φοβουμένους αυτόν» (Ψαλμ. 103/ργ/13, Ησ. 49/μθ/15. 66/ξς/15, Ψαλμ. 131/ρλα/2, Ωσηέ 11/ια/1-4,8). Δικαιούται συνεπώς το γόητρο και τη νόμιμη εξουσία που έχει ο πατέρας μιας οικογένειας, από τον οποίο εξαρτώνται και στον οποίο υποτάσσονται τα παιδιά, αποδίδοντας προσήκοντα σεβασμό και υπακοή (Ησ. 64/ξδ/4, 1/α/2, 30/λ/9, Μαλ. 1/α/6).

Όμως η πατρική ιδιότητα του Θεού προβάλλεται στην Παλαιά Διαθήκη με ιδιαίτερο τρόπο αναφορικά με τον Μεσσία: «Αυτός θέλει κράξει προς εμέ, Πατήρ μου είσαι, Θεός μου, και πέτρα της σωτηρίας μου. Εγώ βεβαίως θέλω κάμει αυτόν πρωτότοκόν μου, ύψιστον επί τους βασιλείς της γης» (Ψαλμ. 89/πθ/27 Β~ Σαμ. 7/ζ/14 Ψαλμ. 2/β/7).

Στην Καινή Διαθήκη η βιβλική αποκάλυψη φανερώνει νέες πτυχές καθώς ο Θεός προβάλλει ως ο Πατέρας του Ιησού Χριστού:

Στα Ευαγγέλια η αυτοσυνειδησία του Ιησού ως Υιού είναι σαφέστατη (Λουκ. 2/β/49, Μάρκ. 13/ιγ/32). Επανηλειμμένα δήλωσε ότι από τον Πατέρα είχε σταλεί (Ιωάν. 3/γ/17,34, 5/ε/23,36,37, 6/ς/44,57 κ.λπ.) γι’ αυτό και η Επιστολή προς Εβραίους Τον ονομάζει «απόστολο», δηλ. αποσταλμένο (3/γ/1). Επίσης βεβαίωσε ότι το κήρυγμά Του ήταν λόγια  του Πατέρα (Ιωάν. 3/γ/34 12/ιβ/49-50 14/ιδ/10) και η δράση Του απέβλεπε στην πραγματοποίηση του έργου του Πατέρα (Ιωάν. 5/ε/19,36 9/θ/4).[1]

Και στις επιστολές είναι πολύ συχνές εκφράσεις όπως «ο πατέρας του Κυρίου μας Ιησούς Χριστού» και άλλες ανάλογες (Ρωμ. 15/ιε/6, Β~ Κορ. 1/α/3, 11/ια/31, Εφεσ. 1/α/13, Κολ. 1/α/3).

Όλες οι προσευχές του Ιησού στα ευαγγέλια, από την χαρούμενη κραυγή (Ματθ. 11/ια/25-26) ως την επίκληση της αγωνίας στη Γεθσημανή (Ματθ. 26/κς/39,42), και ως την ικεσία από τον σταυρό (Λουκ. 23/κγ/34, 36), αρχίζουν με το «Πατέρα».[2]

Στο δεύτερο Ευαγγέλιο ο Ιησούς απευθύνθηκε στον Θεό με την έκφραση «Αββά» (Mάρκ. 14/ιδ/16). Πρόκειται για μια αραμαϊκή λέξη στενής οικειότητας που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά μόνο όταν απευθύνονταν στον πατέρα τους. (Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, όπως εμείς λέμε το «Μπαμπά»). Αποκαλώντας λοιπόν ο Ιησούς τον Θεό «Αββά», φανέρωσε τη μοναδική σχέση μεταξύ Τους, και εμφάνισε συγχρόνως την οικειότητα, την πίστη, τον σεβασμό και την ελεύθερη πρόσβαση που απολάμβανε. Καμία αρχαία εβραϊκή προσευχή, ούτε λειτουργική ούτε ιδιωτική, δεν είχε αποτολμήσει να απευθυνθεί στον Θεό ως «Αββά».[3]

Εκτός του Ιησού Χριστού, ο Θεός είναι επίσης Πατέρας των Χριστιανών. Αυτό δεν αναφέρεται ως φυσικό επακόλουθο, αφού ο καθένας είναι πλάσμα του Θεού, αλλά ως δώρο που αποκτήσαμε χάρη στον Χριστό.

Αν και εξαιτίας της αμαρτίας είχαμε αλλοτριωθεί από τον Θεό, μέσω της λύτρωσης γινόμαστε δεκτοί με υιοθεσία και ο Θεός τώρα μας προετοιμάζει για να μεταμορφωθούμε στην εικόνα του Υιού Του έτσι ώστε να γίνει Εκείνος ο πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών (Ρωμ. 8/η/29).

Μας έχει διαλέξει μέσω του Ιησού Χριστού για να είμαστε τα υιοθετημένα παιδιά Του (Εφ. 1/α/6) και έχει δώσει στις καρδιές μας το Πνεύμα του Υιού Του που φωνάζει: «Αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4/δ/6). Έτσι το Πνεύμα του Θεού συμμαρτυρεί με το δικό μας πνεύμα ότι είμαστε παιδιά του Θεού (Ρωμ. 8/η/16) και εμείς, που κατέχουμε την «απαρχή» (τα πρωτοκάρπια) του Πνεύματος, στενάζουμε μέσα μας, περιμένοντας πότε η υιοθεσία μας θα γίνει πλήρης και οριστική περιλαμβάνοντας και το σήμερα θνητό μας σώμα (Ρωμ. 8/η/23). (Βλέπε περισσότερα στο πρώτο άρθρο αυτού του τεύχους).

Στο μεταξύ απολαμβάνουμε την θεία υιοθεσία μας μέσω της πίστης σε δηλώσεις του θείου λόγου όπως «Όσοι εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. 1/α/12) και «Πάντες είσθε υιοί Θεού διά της πίστεως της εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3/γ/26).

2. «Ο εν τοις ουρανοίς»

Στα Ευαγγέλια, ο Ιησούς μιλά επανειλημμένα για «τον Πατέρα τον εν ουρανοίς» (Ματθ. 5/ε/16,45) και τον «Πατέρα τον ουράνιο» (Ματθ. 6/ς/14).

Στην σκέψη του Ιησού και των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης ο «ουρανός» είναι ο θρόνος του Θεού (Ματθ. 5/ε/34), από όπου ακούστηκε η φωνή Του (Μάρκ. 1/α/11) και από όπου κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα (Μάρκ. 1/α/10 Πράξ. 1/α/12). Ο Ιησούς που ήταν στον ουρανό (Ιωάν. 6/ς/38) ανέβηκε ξανά εκεί (Πράξεις 1/α/10-11) από όπου μέλλει να κατέβει και πάλι μια ημέρα (Α~ Θεσ. 4/δ/16).

Στενά ενωμένοι με τον Ιησού, τον μονογενή Υιό, όλοι οι μαθητές Του αποτελούν μια ενιαία οικογένεια από υιοθετημένα παιδιά του Θεού. Γι’ αυτό μπορούν κι αυτοί να απευθύνονται στον Θεό ως «Πατέρα» όλης της ανθρωπότητας την οποία Εκείνος τόσο αγαπά, και μέσα στην παντοδύναμη αγάπη Του σκύβει για να χορηγήσει στην ανθρωπότητα την υπερβατικότητά Του, που ανθρώπινα είναι αδύνατο να αποχτηθεί. Εκεί είναι η τελική τους πατρίδα (Φιλιπ. 3/γ/20), το σπίτι τους (Β~ Κορ. 5/ε/1), οι ευλογίες (Εφεσ. 1/α/3), οι ανταμοιβές (Ματθ. 5/ε/12), η ελπίδα (Κολ. 1/α/5) και η κληρονομιά τους (Α~ Πέτρ. 1/α/4). Με αυτό τον τρόπο ο ουρανός είναι μια θεία πραγματικότητα – και συχνά αντικαθιστά το όνομα του Θεού (Ματθ. 3/γ/2, 16/ις/1 κ.λπ.).

3. «Αγιασθήτω το όνομά Σου»

Έτσι ανοίγει η σειρά των τριών αιτημάτων που αναφέρονται στον Θεό. Η κτητική αντωνυμία σε δεύτερο ενικό πρόσωπο χρησιμοποιείται και στα τρία αυτά αιτήματα: το όνομα «Σου», η βασιλεία «Σου», το θέλημά «Σου». Αλλά δεν υπάρχει τρόπος οι άνθρωποι να επιτύχουν τέτοια κατορθώματα. Για τούτο τα αιτήματα αυτά πρέπει να νοηθούν με έναν τρόπο αυτοπαθητικό, όπου τα «αγιασθήτω», «ελθέτω» και «γενηθήτω», υπονοούν το «από Εσέ» και συνεπώς θα μπορούσαν να αποδοθούν ως «Αγίασε το όνομά Σου», «Έλα και βασίλεψε», «Εκτέλεσε το  θέλημά Σου».

α) Το όνομα

Στους σημιτικούς λαούς το όνομα προσδιορίζει το άτομο, αναφερόμενο σε ιδιότητες που καθορίζουν την ποιότητα του ανθρώπου. Παρ’ όλο όμως που ανάμεσα στους ανθρώπους υπάρχουν πολλοί που δεν τιμούν το όνομά τους, ο Θεός ανταποκρίνεται πλήρως σε ό,τι υπονοείται από αυτό.

β) Πώς αγιάζεται το Όνομα του Θεού;

Σύμφωνα με τη Βίβλο το Όνομα του Θεού, ενώ μπορεί να ατιμάζεται μόνο από τον άνθρωπο, μπορεί να αγιάζεται από τον άνθρωπο αλλά και από τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος αγιάζει το Όνομα του Θεού τηρώντας τις εντολές Του και το βεβηλώνει όταν τις παραβιάζει. Στο Λευιτικό λέει, «Θέλετε λοιπόν φυλάττει τας εντολάς μου, και θέλετε εκτελεί αυτάς. Εγώ είμαι ο Κύριος^ και δεν θέλετε βεβηλόνει το όνομα μου το άγιον^ αλλά θέλω αγιάζεσθαι μεταξύ των υιών Ισραήλ. Εγώ είμαι ο Κύριος, ο αγιάζων υμάς» (22/κβ/31-32). Σημειώστε τις δύο παράλληλες μορφές: την προοδευτική «θέλετε φυλάττει» και «είμαι άγιος»^ και την αντιθετική «θέλετε φυλάττει» και «δεν θέλετε βεβηλόνει».

Παράλληλα ο Θεός αγιάζει το όνομά Του όταν τιμωρεί τους Ισραηλίτες που είναι ένοχοι για ειδωλολατρία αλλά και όταν τους απελευθερώνει ύστερα από τη μετάνοιά τους. (Έξοδ. 39/λθ/1-7). Τελικά όμως ο Θεός θα αγιάσει το όνομά Του με έναν ορισμένο και τέλειο τρόπο, όταν καθαρίσει τους Ισραηλίτες από τις αμαρτίες τους, δίνοντάς τους νέα καρδιά και νέο πνεύμα, έτσι ώστε να μπορούν να τηρήσουν τους νόμους Του (Έξοδ. 36/λς/22-28). Οι Χριστιανοί ξέρουμε ότι ο Θεός έχει αρχίσει ήδη αυτή την εσχατολογική εποχή επεμβαίνοντας σωτηριολογικά μέσω του Υιού και χαρίζοντάς μας το Άγιο Πνεύμα Του. Εμμένοντας σ’ αυτή την κλήση οι Χριστιανοί αγιάζουν το Όνομα του Θεού τηρώντας τους νόμους Του και αποδίδοντάς Του δόξα.

Συνεχίζεται
 ......................................
 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Ας σημειωθεί για παραπέρα εξέταση ότι ο Ιησούς δεν λέει ποτέ τον Θεό «Πατέρας μας» αλλά «Πατέρας μου και Πατέρας σας» (Ιωάν. 20/κ/17) διακρίνοντας μεταξύ του «μου» (Ματθ. 7/ζ/21) και του «σας» (Ματθ. 5/ε/16)

[2] Μόνο στον σταυρό χρησιμοποίησε το «Θεέ μου, Θεέ μου, διατί με εγκατέλειπες;» αλλά τούτο δεν ήταν παρά μια παραπομπή από τον Ψαλμό 22/κβ/2.

[3] Η προσφώνηση Αββά» συναντιέται άλλες δύο φορές στην Καινή Διαθήκη, σε σχέση με τους πιστούς, όταν ο Παύλος εξηγεί: «Δεν ελάβετε πνεύμα δουλείας διά να φοβήσθε πάλιν, αλλ’ ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, διά του οποίου κράζομεν, Αββά, ο Πατήρ» (Ρωμ. 8/η/15) και επίσης, «Και επειδή είσθε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας σας το οποίον κράζει^ Αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4/δ/6), δείχνοντας την εξύψωση των πιστών πλάι στον πρωτότοκο αδελφό τους Ιησού.
 .........................................
 Για την προσευχή 

«Κύριε, δίδαξον ημάς να προσευχώμεθα»

Στο προηγούμενο τεύχος αναφερθήκαμε στο ζήτημα των διαφόρων προσευχών και «προσευχών», που αναπέμπονται από διάφορες πηγές και προς διάφορες «κατευθύνσεις», και υποσχεθήκαμε πως σύντομα θα αναφερθούμε εκτενέστερα για το θέμα της Προσευχής, που τόσο συχνά απαντάται στις Άγιες Γραφές και τόσο πολύ κακοποιείται από τους θρησκευόμενους ανθρώπους, και μάλιστα τους χριστιανούς.

Σήμερα ο επισκέπτης σε διάφορες χριστιανικές εκκλησίες θα δει και θα ακούσει εκεί «προσευχές» που καμία, ή σχεδόν καμία, σχέση δεν έχουν με την υποδειγματική προσευχή που δίδαξε ο Κύριος, μα ούτε και με τις υπόλοιπες προσευχές που καταγράφονται σε άλλες σελίδες στην Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη.

Αλλού άνθρωποι ρασοφορεμένοι παπαγαλίζουν λόγια των οποίων το νόημα ελάχιστα καταλαβαίνουν. Αλλού συνεπαρμένοι όχλοι εκστασιαζομένων φωνάζουν αλλόφρονες θυμίζοντας τους αρχαίους ιερείς του Βάαλ, για τους οποίους ο Ηλίας «μυκτηρίζων αυτούς έλεγεν, Επικαλείσθε μετά φωνής μεγάλης^ διότι θεός είναι^ ή συνομιλεί, ή ασχολείται, ή είναι εις οδοιπορίαν, ή ίσως κοιμάται, και θέλει εξυπνήσει» (Α~ Βασ. 18/ιη/27). Κυρίως όμως –και αυτό υπάρχει παντού– θα ακούσει έναν χείμαρρο αιτημάτων τα περισσότερα από τα οποία είναι εντελώς υλιστικά (υγεία, εργασία, ευημερία, μακροημέρευση, δικαστικοί αγώνες κ.λπ.)...

"Η προσευχή της κλώστριας" του Gerrit Dou (1613-1675)
(Alte Pinakothek - Μόναχο)
Αλλά ο κύριος στόχος της προσευχής δεν πρέπει να είναι η προώθηση των υλικών μας αιτημάτων. Η προσευχή δεν είναι μια τυπική διαδικασία με την οποία στέλνουμε στον Θεό τον κατάλογο με τις επιθυμίες μας. Εξάλλου πολλές φορές ζητάμε πράγματα που φαίνονται να είναι αυτό που χρειαζόμαστε, αλλά αργότερα καταλαβαίνουμε πως αν τα είχαμε λάβει, αυτό θα ήταν προς ζημία μας.

Ούτε είναι η προσευχή ένας τρόπος για να στέλνουμε στον Θεό “σήμα κινδύνου” σχετικά με τις ανάγκες μας. Ο Θεός τις γνωρίζει πολύ καλύτερα από ότι εμείς και δεν χρειάζεται καμία γραφειοκρατική υπενθύμιση για να ξέρει πού είμαστε και τι πρόβλημα αντιμετωπίζουμε. Η προσευχή σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας μηχανισμός σχεδιασμένος για να κάνουμε τον Θεό να μας θυμηθεί

Ένας από τους βασικούς σκοπούς της προσευχής είναι να διαθέσουμε χρόνο συνομιλώντας με τον Πατέρα μας. Και όταν γίνεται με αυτό το στόχος, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η προσευχή μας θα απαντηθεί.

Στο βιβλίο “Η Προσευχή του Ιησού”, ο Ken Hemphill χρησιμοποιεί ως παράδειγμα ένα περιστατικό από την οικογενειακή του ζωή, εν συντομία ως εξής:

Κάποιο διάστημα εργαζόμουν σε μια υπηρεσία που απαιτούσε να απουσιάζω μεγάλα διαστήματα από το σπίτι. Όπως συμβαίνει με εκείνους που ταξιδεύουν συχνά, είχα τη συνήθεια να φέρνω στο σπίτι ένα μικρό δώρο για τα δύο μου κοριτσάκια.

Αλλά τι συνέβαινε σχεδόν κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι; Τα παιδιά έτρεχαν να με υποδεχτούν λέγοντας: “Γεια σου μπαμπά. Τι μας έφερες;”

Μια φορά, ύστερα από ένα ιδιαίτερα εξαντλητικό ταξίδι, έφθασα στο σπίτι όπου πάλι με υποδέχτηκαν με την ίδια στερεότυπη υποδοχή: “Μπαμπά, τι μας έφερες;” Αλλά για κάποιους λόγους, εκείνη τη φορά δεν είχα τη διάθεση να μοιράσω δώρα. Αντ’ αυτού, έδωσα στα κορίτσια μου μια σύντομη όσο και αυστηρή διάλεξη εξηγώντας τους πόσο δύσκολο ήταν όταν ήμουν μακριά τους και πόσο κουρασμένος ήμουν κάθε φορά που επέστρεφα στο σπίτι. Προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν πώς θα αισθάνονταν εκείνες αν βρίσκονταν τόσο συχνά μακριά από το σπίτι επί αρκετές ημέρες, και τους εξήγησα πόσο καλύτερο θα ήταν για μένα εάν ήξερα ότι ένιωθαν ευτυχισμένες όχι επειδή θα έπαιρναν κάποιο δώρο μου, αλλά επειδή είχαν ξανά τον μπαμπά τους στο σπίτι. Αναμφίβολα τις έκανα να νιώσουν κάποια δόση ενοχής.

Το επόμενο Σαββατοκύριακο που επέστρεψα στο σπίτι μετά από ένα ακόμη ταξίδι μακριά από την πόλη, είχαν ήδη ξεχάσει τη διάλεξή μου από το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Ως συνήθως τα κορίτσια έτρεξαν για να με συναντήσουν στην αυλή – αλλά αυτή τη φορά, η μικρότερη κόρη μου πήδηξε στα χέρια μου, μου έδωσε ένα σφιχτό αγκάλιασμα, και με την πιο γλυκιά φωνή της, είπε: “Μπαμπά, σε αγαπάω. Χαίρομαι πολύ που είσαι πάλι στο σπίτι”. Η καρδιά μου έλιωσε μέσα μου, όμως με την επόμενη ανάσα της, φυσικά, ρώτησε, “Και τώρα... τι μου έφερες;” Είχε γίνει μόνο ένα καλό ξεκίνημα...

Όμως, λέει ο συγγραφέας, η συμπεριφορά της κόρης μου με έκανε να συνειδητοποιήσω με τι έμοιαζαν οι δικές μου προσευχές στον ουράνιο Πατέρα, επειδή είναι αλήθεια ότι τις πιο πολλές φορές προσευχόμαστε κάπως έτσι και όλη η ώρα διατίθεται σχεδόν αποκλειστικά σε αιτήματα, αιτήματα, αιτήματα... Είμαι βέβαιος ότι οι προσευχές μας συχνά ηχούν ακριβώς όπως οι παιδαριώδεις επαναλήψεις των κοριτσιών μου: “Τι μας έφερες μπαμπά; Τι μας έφερες;”

Είναι ανάγκη, λοιπόν, να καταλάβουμε ότι η προσευχή δεν είναι μόνο για αιτήματα αλλά μας επιτρέπει να βρεθούμε στην παρουσία του Πατέρα, για να Του εκφράσουμε την αγάπη μας , να Τον ευχαριστήσουμε για το αμείωτο ενδιαφέρον Του για τη ζωή μας και να Του δώσουμε την τιμή που οφείλουμε. Τότε θ’ ανακαλύψουμε μια νέα διάσταση της προσευχής που είναι τόσο ξένη στους περισσότερους πιστούς.

Η επικοινωνία με τον Θεό είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή από οποιαδήποτε απάντηση σε αιτήματά μας. Και εάν τούτο γίνει ο σκοπός  για τον οποίο προσευχόμαστε, τότε δεν θα υπάρχει πια αυτό που λένε «αναπάντητη προσευχή».

Είναι ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό, ότι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός έκρινε σκόπιμο, από την αρχή ήδη της διδασκαλίας Του, να προτάξει το ζήτημα της προσευχής λέγοντας στους Μαθητές Του: «Όταν προσεύχησθε, μη βαττολογήσητε, ως οι εθνικοί^ διότι νομίζουσιν ότι με την πολυλογίαν αυτών θέλουσιν εισακουσθή. Μη ομοιωθήτε λοιπόν με αυτούς^ διότι εξεύρει ο Πατήρ σας, τίνων έχετε χρείαν, πριν σεις ζητήσητε παρ’ αυτού» (Ματθ. 6/ς/7-8).

Ο Λουκάς συνδέει τούτη τη διδασκαλία του Κυρίου με σχετικό αίτημα των ίδιων των Μαθητών, οι οποίοι είπαν: «Κύριε, δίδαξον ημάς να προσευχώμεθα, καθώς και ο Ιωάννης εδίδαξε τους μαθητάς αυτού» (Λουκ. 11/ια/1), γεγονός που φανερώνει την ανάγκη τους για κάποια οδηγία στο συγκεκριμένο θέμα.

Πόσο καλό θα ήταν, λοιπόν, αν οι σημερινοί χριστιανοί έδειχναν ανάλογο ζήλο –όχι τόσο να ζητήσουν, αφού αυτό ήδη έγινε από τους Αποστόλους– αλλά ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΟΥΝ την περί προσευχής διδασκαλία του Κυρίου και το υπόδειγμα που Εκείνος έδωσε στους Μαθητές Του και δι’ αυτών σε μας.

Απέναντι στη «χαώδη» εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα οι προσευχόμενοι χριστιανοί, οι αγαπητοί αναγνώστες καλούνται στη συνέχεια να δουν με μια νέα ματιά στην αποκαλούμενη «Κυριακή Προσευχή», με την ευχή να προσεχθούν και η μορφή και το περιεχόμενό της και με την ελπίδα η προσέγγιση αυτή να γίνει με ειλικρίνεια και καλή διάθεση για να προχωρήσουμε σε αυτοκριτική μας. |……………………………………
 Προσευχή” και ειρήνη

 Ο σεβαστός αναγνώστης μας από τη Σύρο, κ. Τ.Φ., έστειλε δύο επιστολές στις οποίες αναφέρεται εκτενώς σε προηγούμενα κείμενα του «Τ» σχετικά με τη διαθρησκευτική σύναξη της Ασίζης. Δυστυχώς, λόγω του μεγάλου μεγέθους των, δε μπορούμε να καταχωρήσουμε εδώ ολόκληρες τις επιστολές του, τις δημοσιεύουμε όμως στο διαδίκτυο.[*]
Ακολουθούν οι απαντήσεις μας σε κάθε θέμα χωριστά:

Αγαπητέ κ. Τ.Φ.

Ευχαριστούμε για τις πάντοτε καλοδεχούμενες επιστολές σας. Είστε από τους λίγους, δυστυχώς, αναγνώστες μας, που ενδιαφέρονται και συμβάλλουν σε έναν ευγενικό και εποικοδομητικό διάλογο και αυτό το εκτιμούμε πάρα πολύ.

Αναφορικά με τις παρατηρήσεις σας θα είχαμε να απαντήσουμε ως εξής:

(1) Για τη δική μας γνώμη, και έχοντας υπόψη το σημερινό κατάντημα του δυτικού πολιτισμού, που είναι πλέον ποτισμένος με το φαρμάκι της "Νέας Εποχής", έννοιες όπως το "Φως των Χριστουγέννων" καθόλου δεν παραπέμπουν στον ΧΡΙΣΤΟ της Βίβλου και την σωτήρια αποστολή Του.

Κατά συνέπεια περιμένουμε από τους ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ, να υπογραμμίζουν και να επιβεβαιώνουν τη σχέση τους προσωπικά με τον ΚΥΡΙΟ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ και όχι με άλλες αφηριμένες έννοιες και δεν βρίσκουμε με ποιο τρόπο δικαιολογείται η χρήση της ρήσης «Το γράμμα σκοτώνει, το πνεύμα ζωοποιεί» στο συγκεκριμένο σημείο.

(2) Κατανοούμε τη διαφορά μεταξύ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ και οιουδήποτε άλλου πνεύματος. Επιπλέον το κεφαλαίο “Π” δεν ανήκει σ’ εμάς αλλά στο περιοδικό «Ανοιχτοιί Ορίζοντες» από όπου και αντιγράψαμε τα λόγια του Καρδινάλιου.

Ωστόσο δεν λησμονούμε ότι τα με μικρό "π" πνεύματα, διακρίνονται σε αγαθά και πονηρά. Ακόμη κι αν η εξήγηση των λεξικών που επικαλείστε, δεν μπαίνει σε τέτοιες “λεπτομέρειες”, απομένει στον αναγνώστη ή τον γράφοντα να διακρίνει ή να ορίσει κάθε φορά "τι είδους" είναι το πνεύμα περί ου ο λόγος.

Με το δικό μας ερώτημα δεν αναφερόμασταν στο Άγιο Πνεύμα με κανένα τρόπο αλλά, αντίθετα, αναρωτιόμασταν –και εξακολουθούμε να αναρωτιόμαστε– μήπως πίσω από το «Πνεύμα της Ασίζης» κρύβεται όχι κάποια "ιδέα/αντίληψη/κίνητρο/νοοτροπία" αλλά μάλλον κάποιο ΠΟΝΗΡΟ ΠΝΕΥΜΑ που επιχειρεί να συγκεράσει το φως με το σκοτάδι, τον Χριστό με τον Βελίαλ... Μάλιστα, για να είμαστε εντελώς ειλικρινείς, εμείς φρονούμε πως μάλλον το τελευταίο συμβαίνει – και μακάρι να διαψευστούμε εκ των πραγμάτων.

(3) Το ζητούμενο δεν είναι απλά κάποιας μορφής συμφιλίωση ή ειρήνη –που τόσες φορές ανά τους αιώνες προσπάθησαν οι άνθρωποι να κατακτήσουν–, αλλά Ο ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ. Αυτός, λοιπόν, Ο ΑΡΧΩΝ είναι που έντεχνα, και με όλες τις μεθόδους της ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑΣ, μένει ΑΜΑΡΤΥΡΗΤΟΣ και προφανώς ΑΠΩΝ από όλες τις διαθρησκευτικές εκδηλώσεις (και ας μη θεωρηθεί εδώ ότι αναφερόμαστε μόνο σ’ εκείνες που οργανώνει και προΐσταται ο Επίσκοπος της Ρώμης, διότι το ίδιο λέμε και για τις ανάλογες που –κατά μιμητισμό ίσως, οπωσδήποτε όμως επόμενοι– οργανώνουν και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.

(4) Το κακό –χείριστο θα λέγαμε– παράδειγμα που δίνουν οι ηγέτες των θρησκειών όταν συμπροσεύχονται –αν και οι ίδιοι επιμένουν ότι ΔΕΝ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ(;!;...) είναι το καλύτερο δώρο που μπορεί να δεχτεί η θρησκεία της "Νέας Εποχής" (New Age) και στην οποία καλούνται να προσχωρήσουν οι οπαδοί όλων των άλλων θρησκειών, διότι, σε τελευταία ανάλυση, αν είναι καλό και επαινετό για τους ηγέτες των εκκλησιών να συμπροσεύχονται μετά των αλλοθρήσκων, γιατί να μην κάνουν το ίδιο και οι υπόλοιποι θρησκευόμενοι, οι οποίοι μάλιστα δεν έχουν καν τη διάκριση να ξεχωρίσουν ανάμεσα στο ένα και το άλλο; Μήπως δεν το βλέπουμε αυτό και στη σύμμιξη της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρίας με την "ορθοδοξία" της χώρας μας; Δεν το βλέπουμε στην ανάμιξη των αναστεναριών και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Δεν το βλέπουμε επίσης στη σύμμιξη της ρωμαιοκαθολικής λατρείας με τις θρησκευτικές παραδόσεις των Ίνκας και λοιπών ιθαγενών της Νότιας Αμερικής και του Βουντού; Δεν το βλέπουμε στην σύμπραξη του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών με διάφορα πολιτικά κινήματα και με εκείνα των ομοφυλοφίλων;(!)...

(5) Σε ό,τι αφορά τον Ολυμπιακό Ύμνο, που απευθύνεται σε κάποιο «Αρχαιο Πνευμα Αθανατο», όπως γράψαμε και στο τεύχος Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου 2000, πιστεύουμε ότι αυτό δεν είναι άλλο από το εωσφορικό πνεύμα που είτε με τη μορφή του Δία, είτε με τη μορφή του Βάαλ, είτε με τη σύγχρονη μορφή του Ολυμπισμού, αποπροσανατολίζει τους ανθρώπους από τον ΕΝΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ, τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ο Παύλος έγραψε, «Το είδωλον είναι τι; ή το ειδωλόθυτον είναι τι; ουχί^ αλλ’ ότι εκείνα τα οποία θυσιάζουσι τα έθνη, εις τα δαιμονια θυσιαζουσι, και ουχί εις τον Θεόν^ και δεν θέλω σεις να γίνησθε κοινωνοί των δαιμονίων» (Α~ Κορ. 10/ι/19-20).

Εμείς πίσω από σε κάθε πανθρησκευτική κίνηση βλέπουμε αυτά ακριβώς τα πνεύματα, δηλαδή τα δαιμόνια, και γι’ αυτό θέλουμε να μένουμε αμέτοχοι.

Τώρα το πώς η Ελλαδική Εκκλησία σύστησε Συνοδική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, βοηθάει στην εξεύρεση εθελοντών για τους αγώνες του 2004 κ.λπ., ίσως εξηγείται από το δέλεαρ της είσπραξης σημαντικών κονδυλίων αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης...

(6) Προσπαθείτε να εξηγήσετε ότι το «Πνεύμα της Ασίζης» δεν είναι άλλο από το πνεύμα που διέπνεε τον Φτωχούλη της Ασίζης... Αν έτσι είναι, γιατί τότε δεν λένε «το πνεύμα του Φραγκίσκου»; Έχουμε λοιπόν την αίσθηση πως λέγοντας το «Πνεύμα της Ασίζης» δεν αναφέρονται στον Φραγκίσκο αλλά σε εκείνο το πονηρό πνεύμα που ενέπνευσε και συγκέντρωσε όλο αυτό το σύμμικτο πλήθος σε μια πράξη που σε άλλη ευκαιρία (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2002) είχαμε χαρακτηρίσει ως «βδέλυγμα ενώπιον του Θεού. Μάλιστα ένα βδέλυγμα που τείνει να καταστεί θεσμός και να επαναλαμβάνεται κάθε τόσο...».

(7) Γράφετε ότι «οι ηγέτες αυτοί δεν συνήλθαν για απειλές και ύβρεις (...). Θέλησαν πρώτιστα να προσευχηθούν για την ΕΙΡΗΝΗ του κόσμου, γιατί όπως το γράφεις και συ, αγαπητέ «ΤΥΧΙΚΕ», στη σελ. 27 του ίδιου του τεύχους, είναι μαζί σου πεπεισμένοι ότι: ΜΟΝΟ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ.»

Αν αυτό ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, και αληθινά οι άνθρωποι αυτοί είναι πεπεισμένοι, όπως κι εμείς, ότι ΜΟΝΟ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ, γιατί τότε δεν προσευχήθηκαν εν τω ονόματί Του αλλά ο καθένας επικαλέστηκε τον δικό του "θεό"; Ή μήπως θα πρέπει να πούμε ότι όλοι οι "θεοί" είναι το ίδιο... όπως συνηθίζεται ν’ ακούγεται ολοένα και περισσότερο στις ελληνικές τηλεοράσεις;

(8) Μνημονεύετε το απόφθεγμα του Στρατηγού Foch, σύμφωνα με τον οποίο «Δυο χέρια υψωμένα στον ουρανό, είναι πιο αποτελεσματικά από ολόκληρες στρατιές». Συμφωνούμε και διαφωνούμε. Αν οι προσευχόμενοι είναι λάτρεις του αληθινού Θεού, τότε ναι! Αν όμως είναι λάτρεις ψευδών "θεών", τότε ΟΧΙ!

Γιατί να ψάχνουμε να βρούμε τη δύναμη της προσευχής –σε δύο ή σε  δισεκατομμύρια χέρια υψωμένα στον ουρανό– κατά τους λόγους ενός πολέμαρχου, όταν ο ίδιος ο Θεός έχει δηλώσει: «Όταν έρχησθε να εμφανισθήτε ενώπιον μου, τις εζήτησεν εκ των χειρών σας τούτο, να πατήτε τας αυλάς μου; Μη φέρετε πλέον ματαίας προσφοράς^ το θυμίαμα είναι βδέλυγμα εις εμέ^ τας νεομηνίας και τα σάββατα, την συγκάλεσιν των συνάξεων, δεν δυναμαι να υποφερω, ανομιαν και πανηγυρικην συναξιν» (Ησ. 1/α/12-13).

Ο Θεός της Βίβλου θέτει σ’ εμάς το απλό ερώτημα: «Πώς ήθελε μολυνθή το όνομά μου; ναι, δεν θέλω δώσει την δόξαν μου εις άλλον. (...) Εγώ αυτός είμαι^ ΕΓΩ Ο ΠΡΩΤΟΣ, ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΕΣΧΑΤΟΣ» (Ησ. 48/μη/11-13). Αλλά ποιον "θεό" δόξασαν οι ετερόθρησκοι που συμπροσευχήθηκαν στην Ασίζη; Και αν ποτέ γινόταν ειρήνη στον κόσμο, σε ποιον "θεό" θα το απέδιδαν και ποιον "θεό" θα μεγάλυναν και θα ευχαριστούσαν;

(9) Γράφετε πως «οι ηγέτες, με το παράδειγμά τους, μας προτρέπουν να προσευχόμεθα, ο καθένας στο Θεό που πιστεύει». Όμως ο Παύλος δίδαξε «Μη ομοζυγειτε με τους απιστους^ διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Τινα δε συμφωνιαν ο Χριστος με τον Βελιαλ; ή τίνα μερίδα ο πιστός με τον άπιστον; Τίνα δε συμβίβασιν ο ναός του Θεού με τα είδωλα; διότι σεις είσθε ναός Θεού ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός, `Ότι θέλω κατοικεί εν αυτοίς και περιπατεί^ και θέλω είσθαι Θεός αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου’. Διά τούτο `εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε’, λέγει Κύριος, `και μη εγγίσητε ακάθαρτον’^ και `εγώ θέλω σας δεχθή^ και θέλω είσθαι Πατήρ σας, και σεις θέλετε είσθαι υιοί μου και θυγατέρες’, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Β~ Κορ. 6/ς/14-18).

(10) Κατά κάποιο τρόπο κατηγορείται τον αναγνώστη Τζ.Π. –τον οποίον όπως και εσάς δεν γνωρίζουμε προσωπικά– επειδή έγραψε πως «η υποκρισία και η αμαρτία υπερχειλίζει από τα χείλη τους». Μα χρειάζεται πολύ σκέψη για να το ΔΕΙ κανείς αυτό ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ; Δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς την καρδιά όταν, όπως μας δίδαξε ο Χριστός, «εκ του περισσεύματος της καρδίας λαλεί το στόμα» και ότι «απο των καρπων αυτων θελετε γνωρισει αυτους^ μήποτε συνάγουσιν από ακανθών σταφύλια, ή από τριβόλων σύκα;» (Ματθ. 12/ιβ/34, 7/ζ/16).

Είδε κανείς ποτέ στην ιστορία αλλά και σήμερα τους κληρικούς όλων των θρησκειών να ΔΙΑΧΩΡΙΖΟΥΝ τη θέση τους από τους πολιτικούς και να μένουν μακριά από τους πολέμους τους; Μήπως τους είδε –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων– να κατακρίνουν δημόσια τους πλούσιους για την κατασπατάληση του πλούτου και την παραγωγή και εμπορία των όπλων; Δεν έχουμε στοιχεία, όμως κάποιοι κατηγορούν ότι οργανωμένες θρησκείες είναι μέτοχοι σε βιομηχανίες όπλων. Εάν τούτο αληθεύει, δεν είναι υποκρισία χειρίστου βαθμού; Και τι πλέον χρειάζεται να γνωρίζουμε τα «ενδόμυχα» των ψυχών τους, όταν τα έργα τους βοούν και όζουν;

(11) Ζητάτε τέλος, να δημοσιεύσουμε τον Δεκάλογο της Ασίζης. Σας βεβαιώνουμε πως θα το κάνουμε μετά χαράς όταν εκείνοι που τον υπέγραψαν δείξουν πρώτοι ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥΣ ότι αρχίζουν να τον υλοποιούν. Διότι, από όσα είδαμε μέχρι σήμερα και μπορούμε να προβλέψουμε σε ένα ορατό μέλλον, θα αποδειχτεί και αυτό όπως τόσα άλλα, ΚΕΙΜΕΝΟ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ, λόγια που ανήκουν στην παύλεια φράση: «Όταν λέγωσιν, Ειρήνη και ασφάλεια, τότε επέρχεται επ’ αυτούς αιφνίδιος όλεθρος, καθώς αι ωδίνες εις την εγκυμονούσαν^ και δεν θέλουσιν εκφύγει» (Α~ Θεσ. 5/ε/3)

Ύστερα από τα παραπάνω συγχωρέστε μας να βλέπουμε με μεγάλη επιφύλαξη και να μένουμε μακριά από κάθε διαθρησκευτική εκδήλωση από όποιον και αν οργανώνεται.

Με αγάπη εν Χριστώ

«ΤΥΧΙΚΟΣ»

[*] Οι επιστολές του κ. Τ.Φ., που λόγω μεγάλης έκτασης δεν μπορούν να καταχωρηθούν στην έντυπη μορφή του περιοδικού, δημοσιεύονται εδώ σε όλη τους την έκταση
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>> 
02
ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2002
Για την προσευχή

Η «Κυριακή Προσευχή»

Ανάλυση (2)

 Συνεχίζουμε τη σειρά άρθρων σχετικά με την Προσευχή του Κυρίου, το γνωστό σε όλους “Πάτερ ημών”. Αυτό είναι το τρίτο άρθρο.

Αν δεν διαβάσατε το πρώτο άρθρο πατήστε εδώ.

Αν δεν διαβάσατε το δεύτερο άρθρο πατήστε εδώ.

 4. «Ελθέτω η βασιλεία Σου»

Α) Η Βασιλεία

Η βασιλεία του Θεού αποτελεί την κεντρική διδασκαλία που ο Ιησούς μετέδωσε στα πλήθη και στους μαθητές Του άλλοτε με γλώσσα σαφή και άλλες φορές κάτω από το πέπλο των παραβολών.

Διάλεξε να χρησιμοποιήσει την έκφραση «Βασιλεία του Θεού» για να δείξει την εξουσία του Θεού και την επικράτεια ή τους υπηκόους πάνω στους οποίους αυτή ασκείται. Αυτό τονίζεται πολύ καλά στην Επιστολή προς Εβραίους. Πρόκειται βέβαια για μια επικράτεια υπερφυσική αλλά θα μπορούσε να υπονοεί και μια κατάσταση παρούσα ή εσχατολογική, μια πραγματικότητα γήινη ή ουράνια.

Β) Ο ερχομός της Βασιλείας

Ο Ιησούς είπε μερικές φορές για τη βασιλεία του Θεού ότι «είναι πλησίον» (Ματθ. 4/δ/17, 10/ι/7) και άλλες φορές ότι «έφθασεν εις εσάς» (Ματθ. 12/ιβ/28). Στη σκέψη του Ιησού, η βασιλεία είναι και μελλοντική και άμεση, παρούσα, όμως κρυμμένη μυστηριωδώς μέσα στον Ίδιο και το έργο Του.

Το ρήμα «ελθέτω» είναι σε χρόνο αόριστο. Με τον τρόπο αυτό οι Χριστιανοί δεν ζητούν έναν αργό και προοδευτικό ερχομό της βασιλείας του Θεού στη γη αλλά μια μοναδική και οριστική εισβολή της, τότε που ο Θεός θα έρθει να κυβερνήσει προσωπικά. Αυτό το εσχατολογικό γεγονός θα συμπέσει με τον λαμπρό ερχομό του Ιησού, που οι Χριστιανοί επικαλούνται με το «Μαράν αθά» (Α~ Κορ. 16/ις/22) και το «Έρχου Κύριε Ιησού» (Αποκ. 22/κβ/20). Τότε ο Ιησούς θα συντρίψει όλους τους εχθρούς, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου, και κατά συνέπεια ο Θεός θα είναι «τα πάντα εν πάσι» (Α~ Κορ. 15/ιέ/28).

5. «Γενηθήτω το θέλημά Σου»

Tο θέλημα του Θεού

Εκτός από την Αποκάλυψη (4/δ/11), που μιλά για το δημιουργικό θέλημα του Θεού, το «θέλημα» του Θεού σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη αποβλέπει στην πραγμάτωση της σωτηρίας Του, που εγκαινιάστηκε από τον Χριστό στα πλαίσια της Εκκλησίας, όμως αποκαλύπτεται και εξαπλώνεται στην ολότητά της μόνο στην εσχατολογική εποχή. Το θέλημα του Θεού να σώσει «πάντας ανθρώπους», εκφράζεται άλλοτε με τη μορφή μιας υπόσχεσης και άλλοτε με τη μορφή μιας κατάστασης.

Στο τρίτο αυτό αίτημα του «Πάτερ ημών», περιλαμβάνονται και οι δύο πτυχές του θελήματος του Θεού, και οι Χριστιανοί ζητούν από τον Θεό να εκπληρώσει το σχέδιο Του για τη σωτηρία. Ζητούν να μην εμποδίσει η ανθρωπότητα με τις αμαρτίες της, την εκπλήρωση του θείου προγράμματος της σωτηρίας και με θετικούς όρους, ζητούν να συνεργαστούν με τον Θεό τηρώντας τις ηθικές Του απαιτήσεις.

Αν είναι αληθινό, όπως λέει ο Αυγουστίνος, ότι «ο Θεός δεν θέλει να σε σώσει χωρίς τη συνεργασία σου», τότε ο Θεός εκπληρώνει το σχέδιο σωτηρίας Του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ανθρωπότητα, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, να αισθάνεται ελεύθερη να ακολουθήσει τα θεία εντάλματα.

Κυρίως όμως αυτό το τρίτο αίτημα αναφέρεται σ’ εκείνους που είναι «προσμένοντες και σπεύδοντες εις την παρουσίαν της ημέρας του Θεού» (Β~ Πέτρ. 3/γ/12) τότε που θα λάβει χώρα η οριστική και πλήρης εκτέλεση του θείου θελήματος.

6. «Ως εν ουρανώ και επί της γης»

Η φράση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στο τρίτο αίτημα αλλά μαζί και στα τρία. Ακριβώς όπως ο Θεός αγιάζει πάντα το Όνομά Του στον ουρανό, όπου βασιλεύει και εκτελεί το θέλημά Του, έτσι ο πιστός ζητά από τον Θεό να αγιάζει το Όνομά Του, να βασιλεύει και να εκτελεί το θέλημά Του στη γη. Έτσι, για να το πούμε με άλλο τρόπο, ο Θεός τελικά αγιάζει το Όνομά Του, κυβερνά και εκτελεί το θέλημά Του σε ολόκληρο το Σύμπαν που περιλαμβάνει και τον ουρανό και την γη.

7. «Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον»

Έτσι εισερχόμαστε στα τρία αιτήματα που αφορούν τους μεσσιανικούς ανθρώπους. Οι αντωνυμίες εδώ είναι σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: δώσε «μας» το καθημερινό ψωμί «μας», συγχώρεσε «μας» τις αμαρτίες «μας», μην «μας» οδηγήσεις σε πειρασμό, ελευθέρωσέ «μας» από τον πονηρό.

Α) Το ψωμί

Το ψωμί, όπως και το λάδι και το κρασί, αποτελούν τη βασική τροφή στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Με το ψωμί υπονοείται κάθε τι που χρησιμεύει για να στηρίξει το σώμα. Έτσι ο Χριστιανός ικετεύει τον Θεό με ανοικτά χέρια για την τροφή του ή, σύμφωνα με τη φράση του Ψαλμωδού, για «αυτάρκη τροφή».

Β) Επιούσιος

Η λέξη έχει προβληματίσει ήδη από τα χρόνια του Ωρηγένη. Σύμφωνα με διάφορες ετυμολογίες, θα μπορούσε να σημαίνει το ψωμί «της ημέρας που έρχεται», της ημέρας που βρίσκεται μπροστά μας – του σήμερα. Ίσως χρησιμοποιείται αυτή η λέξη για να μην επαναληφθεί το «σήμερον». Αντί να πει «δώσε μας σήμερα το ψωμί για σήμερα», λέει «τον άρτον τον επιούσιο δος ημίν σήμερον».

Λέγοντας αυτό το αίτημα οι Χριστιανοί θυμούνται τα λόγια του Ιησού, ότι «Εξεύρει ο Πατήρ σας ο ουράνιος ότι έχετε χρείαν πάντων τούτων (τροφή και ενδύματα). Αλλά ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού, και την δικαιοσύνην αυτού^ και ταύτα πάντα θέλουσι σας προστεθή» (Ματθ. 6/ς/32-33). Η πίστη στη γενναιοδωρία του ουράνιου Πατέρα είναι μια αναγκαία συνθήκη, αφού είναι Εκείνος που παρέχει ό,τι χρειάζεται για να συντηρηθεί όλη η κτίση. Ο Ιησούς προειδοποίησε τους μαθητές Του να μην ανησυχούν και αποθηκεύουν αγαθά για τους εαυτούς τους^ αντίθετα συνέστησε να είναι νοήμονες για τα πράγματα αυτού του κόσμου. «Μη μεριμνήσητε λοιπόν περί της αύριον^ διότι η αύριον θέλει μεριμνήσει τα εαυτής^ αρκετόν είναι εις την ημέραν το κακόν αυτής» (Ματθ. 6/ς/34).

Από την άλλη πλευρά όμως η `ημέρα που έρχεται’ είναι επίσης το `αύριον’, δηλ. η εσχατολογία. Έτσι, ζητώντας τον επιούσιο άρτο, οι Χριστιανοί ζητούν και το ψωμί του εσχατολογικού `αύριο’, δηλαδή το δείπνο στην Βασιλεία των ουρανών (Λουκ. 14/ιδ/15). Και το ζητούν σήμερα, επειδή όλη τη γήινη πραγματικότητα ο γνήσιος πιστός πρέπει και μπορεί να τη ζήσει καλά ως να είναι `ήδη’ ένα εσχατολογικό “σήμερα”, που περιμένει την ολοκληρωτική του εκπλήρωση στο μέλλον του εσχατολογικού “αύριο”.

8. «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών»

Τα οφειλήματα

Δεν πρόκειται για το χρέος της ευγνωμοσύνης που οφείλουμε στον Θεό για τη γενναιοδωρία Του αλλά, σύμφωνα με την ιουδαϊκή κατανόηση, αφορά τις αμαρτίες μας, αφού ως άνθρωποι έχουμε παραβεί το θέλημά Του και πρέπει να κάνουμε την οφειλόμενη αποκατάσταση. Επειδή όμως ως αμαρτωλοί δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε αυτή την υποχρέωση, απευθυνόμαστε στο δικό Του έλεος. Η αναγνώριση της αδυναμίας μας να πληρώσουμε το χρέος, μας αναγκάζει να στραφούμε ταπεινά προς τον ελεήμονα Θεό, ζητώντας Του να συγχωρέσει τις αμαρτίες που εμείς δεν μπορούμε να εξοφλήσουμε.

Πολλοί έχουν την τάση να εντάσσουν εδώ ακόμη και εκείνα τα “χρέη” που κάλλιστα θα μπορούσαν να τακτοποιήσουν εκφράζοντας δημόσια τη λύπη και τη μετάνοιά τους και ζητώντας συγνώμη από εκείνους που έβλαψαν. Επειδή όμως είναι πιο “βολικό” για τον εγωισμό μας, να παραπέμπουμε τις εκκρεμότητες στο μέλλον, θεωρούν ότι το κόστος θα είναι τότε μικρότερο. Δεν υπάρχει ωστόσο μεγαλύτερο λάθος αφού όλα αυτά τα περιμένει ο έλεγχος που θα λάβουμε από τον Κύριο στο μέλλον, στο βήμα του Χριστού (Β~ Κορ. 5/ε/10).

9. «Ως και ημείς αφίεμεν τοις...»

Για να εκδηλωθεί αυτή η γενναιοδωρία του Θεού, προκειμένου να μας παράσχει την άφεση, υπάρχει ένας μοναδικός όρος: Ότι και εμείς θα πρέπει να συγχωρήσουμε εκείνους που αμαρτάνουν σε μας, εκείνους που μας έκαναν κακό. Και τούτο μπορεί να γίνει μόνο ακολουθώντας το παράδειγμα που πρώτος Εκείνος έδειξε έμπρακτα σε μας. Εξυπακούεται πως και το αντίθετο είναι αληθινό: ότι δηλαδή η προσευχή μας δε θα λάβει απάντηση αν, όπως ο αχάριστος δούλος (Ματθ. 18/ιη/ 23,25, πρβλ. 6/ς/14-15), εμείς αρνούμαστε να συγχωρήσουμε τους συνανθρώπους μας όταν εκείνοι μάς το ζητούν.

10. «Μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμό, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού»

Α) Ο πειρασμός

Πειράζω σημαίνει δοκιμάζω κι ο πειρασμός είναι μια δοκιμασία, ένα βάσανο.

Μερικές φορές είναι οι άνθρωποι που πειράζουν τον Θεό, όπως έκαναν οι Ισραηλίτες στην έρημο (Δευτ. 8/η/2). Αυτό σημαίνει ότι προκαλούν τον Θεό, αρνούμενοι να δείξουν πίστη και υπακοή, και ζώντας αντίθετα με το σχέδιό Του για τη σωτηρία.

Άλλες φορές είναι ο Θεός που δοκιμάζει τους ανθρώπους, όπως όταν δοκίμασε την πιστότητα του Αβραάμ, ζητώντας του να θυσιάσει τον Ισαάκ (Γεν. 22/κβ).[1] Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, θέλοντας να πραγματοποιήσει το σχέδιό Του για τη σωτηρία, βάζει απέναντι στους ανθρώπους το δίλημμα να πιστέψουν ή όχι σ’ Αυτόν, να υπακούσουν ή να μην υπακούσουν.

Όμως κυρίως είναι ο Διάβολος, ο Σατανάς, που πειράζει τους ανθρώπους, προσπαθώντας να εμποδίσει το θείο σχέδιο για τη σωτηρία και επιδιώκοντας να τους παρασύρει σε απιστία και ανυπακοή (Ματθ. 4/δ/1-11).

Ο πειρασμός με αυτή την έννοια δεν έρχεται από τον Θεό. Όμως με το δικό τους τρόπο σκέψης οι Σημίτες, τα αποδίδουν όλα στον Θεό, που θεωρείται ως η υπέρτατη αιτία των πάντων (πρβλ. τον Πρόλογο στο βιβλίο του Ιώβ). Εδώ το αίτημα αναφέρεται βασικά στους πειρασμούς της καθημερινής ζωής, που όμως είναι εικόνα και προάγγελος του πειρασμού των εσχάτων ημερών, `της ώρας του πειρασμού ήτις μέλλει να έλθη επί της οικουμένης όλης’ (Αποκ. 3/γ/10).

Με το αίτημα αυτό οι Χριστιανοί ζητούν από τον ουράνιο Πατέρα όχι απλά να τους φυλάξει από τον πειρασμό, αλλά μάλλον να τους προστατεύσει ώστε να μην πέσουν κατά τον πειρασμό. Σύμφωνη με τις σκέψεις αυτές είναι και η διδασκαλία που βρίσκουμε στην Α~ Κορ. 10/ι/13: «Πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε».

Β) Απελευθέρωση από τον Πονηρό

Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος του έκτου αιτήματος επαναλαμβάνεται λίγο πολύ ό,τι ειπώθηκε στο πρώτο μέρος, μόνο που εδώ εκφράζεται με θετικό τρόπο και οι Χριστιανοί, αντί να παρακαλούν τον Θεό να μην τους οδηγήσει σε πειρασμό, Τον παρακαλούν να τους προστατεύσει από τον πονηρό.

Η φράση «από του πονηρού» θα μπορούσε να είναι γενική ουδετέρου (το κακόν) ή γενική αρσενικού (ο κακός). Αν και δεν αποκλείεται η περίπτωση του ουδετέρου, οπότε το “κακό” θα μπορούσε να σημαίνει οποιοδήποτε κακό, με όποια μορφή αυτό μπορεί να συμβεί στη ζωή μας (ασθένεια, ατύχημα, θάνατος, οικονομική καταστροφή κ.λπ.), μάλλον το αίτημα αναφέρεται σ’ εκείνον που είναι η πηγή παντός κακού, δηλαδή στον Σατανά.

Είναι άξιο απορίας πώς οι πιστοί συνήθως ζητούμε από τον Κύριο να μας φυλάξει από τα διάφορα “κακά” (=δεινοπαθήματα), αλλά αδιαφορούν για τον κίνδυνο του ΚΑΚΟΥ, με τον οποίο μάλιστα είμαστε πρόθυμοι και να συζητήσουμε τις προτάσεις του, γι’ αυτό και στο τέλος πέφτουμε στις παγίδες του, όπως και η Εύα.
 .....................................................
 11. «Ότι σου εστιν η βασιλεία...»

Η φράση «ότι σου εστιν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας^ αμήν», βρίσκεται στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κεφ. 5/ε~) μόνο στο εκκλησιαστικό κείμενο (textus receptus), ως καταληκτική του εδαφίου 13, ενώ δεν υπάρχει σε κανένα από τα αρχαία χειρόγραφα, ούτε και στο παράλληλο κείμενο στο Ευαγγέλιο του Λουκά (κεφ. 11/ια~). Πρόκειται μάλλον για μεταγενέστερη προσθήκη που πρώτα απαντάται στη “Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων”[2], γραπτό που ενδεχομένως γράφτηκε τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, περί του οποίου ο καθηγητής του Παν/μίου Αθηνών Δ. Μπαλάνος σημειώνει ότι, όπως και κάποια άλλα παρόμοια συγγράμματα, «δεν εγράφησαν όλα εις την αποστολικήν ή και την πρώτην μεταποστολικήν εποχήν, ούτε όλα έχουν ακραιφνή ορθόδοξον διδασκαλίαν εις όλα τα σημεία»[3].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Αν και στην Επιστολή του Ιάκωβου διαβάζουμε ότι «ο Θεός είναι απείραστος κακών, και αυτός ουδένα πειράζει» (1/α/13), εντούτοις στην Παλαιά Διαθήκη (στη μετάφραση των Ο~) ο Θεός παρουσιάζεται να “πειράζει” τον Αβραάμ: «kai. evge,neto meta. ta. r`h,mata tau/ta o` qeo.j evpei,razen to.n Abraa,m». (Πρβλ. Έξοδ. 20/κ/20, Β~ Χρον. 32/λβ/31 κ.λπ.).

[2] Μουστάκη Βασ., “Οι Αποστολικοί Πατέρες”, Β~ Έκδ., “Αστήρ” Αθήνα 1986, σελ. 16.

[3] Μπαλάνου Δ., “Οι Πατέρες και Συγγραφείς της Αρχαίας Εκκλησίας”, Β~ έκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 1961, σελ. 15.
 ...................................................
 Αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια μια ενδιαφέρουσα καταχώρηση που είχαμε κάνει στον «Τ» στο τεύχος Δεκεμβρίου 1996, για χάρη των νεότερων αναγνωστών μας και προς υπενθύμιση των παλαιοτέρων.

« ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ... »

Μια άλλη προσέγγιση στην Κυριακή Προσευχή

  Δεν μπορώ να λέω:

 ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ

...αν αυτή η συγγενική σχέση δεν εκδηλώνεται στη ζωή μου, κι αν στην καρδιά μου δεν υπάρχει χώρος για άλλους ανθρώπους.

Ο ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΥΡΑΝΟΙΣ

...αν όλα μου τα ενδιαφέροντα αφορούν γήινα πράγματα.

ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ

...αν εγώ, που φέρω αυτό το όνομα, δεν φροντίζω να είμαι άγιος.

ΕΛΘΕΤΩ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ

...αν δεν είμαι πρόθυμος να παραχωρήσω τον εαυτό μου στην κυριαρχία του Θεού.

ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ

...αν πρώτος εγώ δεν είμαι πρόθυμος να το εκτελώ στη ζωή μου.

ΩΣ ΕΝ ΟΥΡΑΝΩ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

...αν δεν είμαι αληθινά έτοιμος να παραχωρήσω τον εαυτό μου στον Θεό εδώ και τώρα.

ΤΟΝ ΑΡΤΟΝ ΗΜΩΝ ΤΟΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟΝ ΔΟΣ ΗΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ

...αν δεν κάνω το μέρος μου με τίμια εργασία, ή όταν αδιαφορώ για τις ανάγκες των συνανθρώπων μου.

ΚΑΙ ΑΦΕΣ ΗΜΙΝ ΤΑ ΟΦΕΙΛΗΜΑΤΑ ΗΜΩΝ ΩΣ ΚΑΙ ΗΜΕΙΣ ΑΦΙΕΜΕΝ ΤΟΙΣ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙΣ ΗΜΩΝ

...αν εξακολουθώ να φιλοξενώ μέσα μου έχθρα ή φθόνο για κάποιον.

ΚΑΙ ΜΗ ΕΙΣΕΝΕΓΚΗΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΝ

...αν θεληματικά δεν αποφεύγω καταστάσεις όπου δέχομαι πειρασμούς.

ΑΛΛΑ ΡΥΣΑΙ ΗΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ

...αν δεν φροντίζω να αντικρούω τις επιθέσεις του Πονηρού με προσευχή.

ΟΤΙ ΣΟΥ ΕΣΤΙΝ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ

...αν δεν Του προσφέρω υποταγή σαν πιστός υπήκοος, αν φοβάμαι τι μπορεί να πουν για μένα οι γείτονες ή οι φίλοι, κι όταν επιζητώ πρώτα τη δική μου προβολή.

ΑΜΗΝ

...αν αδυνατώ με ειλικρίνεια να προσθέσω, “Αυτά ζητώ με την καρδιά μου, οσοδήποτε κι αν μου κοστίσουν”.

 [Άγνωστου – Από το INTERNET]......

Αν δεν διαβάσατε το πρώτο άρθρο πατήστε εδώ.

Αν δεν διαβάσατε το δεύτερο άρθρο πατήστε εδώ.
 ....................................................... 
 Θέματα προσευχής

Γιατί δεν ακούγονται οι προσευχές;   
  
Πολλοί νομίζουν ότι η προσευχή δεν ακούγεται αν δεν προσθέσουμε στο τέλος και τη φράση: «ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ». Αυτή η αντίληψη προέρχεται από το λόγο του Κυρίου Ιησού που είπε: «Και ό,τι αν ζητήσητε εν τω ονόματί μου, θέλω κάμει τούτο, διά να δοξασθή ο Πατήρ εν τω Υιώ» (Ιωάν. 14/ιδ/13). Σαν αποτέλεσμα προσθέτουν στο τέλος κάθε προσευχής τους κάποια φράση όπως «Προσευχόμαστε στο όνομα του Χριστού» ή «Όλα αυτά τα ζητάω στο όνομα του Χριστού» κ.λπ.

Δυστυχώς οι περισσότεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουν τι σημαίνει το «εν τω ονόματί μου» στη γλώσσα της Γραφής, που βέβαια δεν σημαίνει να χρησιμοποιώ μια λέξη, –εν προκειμένω το όνομα «Ιησούς»– σαν μια μαγική επωδό, αλλά ΟΣΑ ΖΗΤΩ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΤΑ ΖΗΤΩ να είναι τέτοια και έτσι όπως θα τα ζητούσε ο ίδιος ο Χριστός.

Έτσι προσεύχονται για διάφορα πράγματα, που η μελέτη της Βίβλου μας πείθει ότι ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΑ ΖΗΤΟΥΣΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ στην προσευχή Του.

Κυρίως δε οι άνθρωποι αυτοί λησμονούν τον τρόπο που προσευχόταν ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς, ο οποίος πάντα ενδιαφερόταν να γίνει ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ τΟΥ Θεου. Στην πιο κρίσιμη ώρα, μάλιστα, εκείνη της Γεθσημανή, θυμόμαστε ότι προσευχήθηκε να γίνει «ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26/κς/39).

Το μυστικό της επιτυχίας στην προσευχή του Χριστού δεν ήταν η δύναμη της πίστης Του αλλά Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ.

Μπροστά στον τάφο του Λάζαρου, λίγο πριν τον αναστήσει, ο Κύριος είπε στον Θεό Πατέρα, «Εγώ εγνώριζον ότι πάντοτε μου ακούεις» (Ιωάν. 11/ια/42).

Πώς είχε αυτή τη βεβαιότητα; Επειδή ο Χριστός ζούσε σε τέλεια εξάρτηση από τον Πατέρα Θεό έτσι ώστε να μπορεί να πει: «Δεν ζητώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (Ιωάν. 5/ε/30). Επίσης, σε άλλη περίσταση, είχε πει, «Κατέβην εκ του ουρανού, ουχί διά να κάμω το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. 6/ς/38).

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι τα δύο αυτά στην πραγματικότητα σημαίνουν το ίδιο πράγμα· το ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ.

Αλλά εμείς έχουμε συχνά την αφέλεια να πιστεύουμε ότι το θέλημα του Θεού δε μπορεί να είναι διαφορετικό από το δικό μας. Πνευματικοί άνθρωποι είμαστε κι εμείς, λέμε. Πνεύμα Άγιο έχουμε κι εμείς.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ό,τι θέλουμε –ακόμη και αν αυτό που ζητάμε πολλές φορές περιγράφεται στην ίδια τη Βίβλο– είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή για να το πραγματοποιήσει ο Θεός..

 Και τι γίνεται με τους συγγενείς μας;

Ενα σοβαρό θέμα, σχετικό κι αυτό με την προσεχή, που απασχολεί τους περισσότερους χριστιανούς είναι το παραπάνω ερώτημα.

Ποιος δεν θα ήθελε να δει τα αγαπητά του πρόσωπα να ακολουθούν τον Κύριο και να γεύονται την σωτηρία Του. Ποιος δεν θα ήθελε να γνωρίζει ότι θα συναντήσει τους γονείς, το σύζυγο, τα παιδιά, τα αδέλφια του κ.λπ. στη Βασιλεία του Θεού!

Και όμως, αυτός ο καημός, που δοκιμάζουν πλείστοι όσοι χριστιανοί, είναι μια υπόθεση που δεν εξαρτάται ούτε από αυτούς ούτε από τον ίδιο τον Θεό, αλλά από τα συγκεκριμένα άτομα προσωπικά.

Ας θυμηθούμε τι είπε ο Κύριος Ιησούς καθώς πήγαινε για τελευταία φορά στην Ιερουσαλήμ πριν από το Πάθος Του: «Ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου, καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε» (Ματθ. 23/κγ/37). Ο Κύριος Ιησούς ήθελε πολύ να τους βοηθήσει, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι Του, τους είχε αγαθοποιήσει με πλείστους τρόπους, όμως το αποτέλεσμα δεν άλλαξε και η καταστροφή της τιμωρίας έπεσε επάνω τους.

Θα τολμούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι ο Χριστός ποτέ δεν θα πρέπει να προσευχήθηκε γι’ αυτούς, επειδή γνώριζε εκ των προτέρων ότι μια τέτοια προσευχή δε θα μπορούσε να έχει απάντηση.

Εξάλλου και ο Θεός το έχει πει επανηλειμμένα, ότι «θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι, και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 2/β/4), όμως από ό,τι λέει η Βίβλος, δεν θα είναι λίγοι οι άνθρωποι που θα καταλήξουν στον αιώνιο όλεθρο επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στην προσφορά Του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σκύψουμε σε ένα παρεξηγημένο χωρίο του Παύλου, στην Επιστολή προς Ρωμαίους (9/θ/1-3), όπου λέει:  «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, (έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν Πνεύματι Αγίω), ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου. Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου».

Είναι σημαντικό εδώ να προσέξουμε ότι ο Παύλος δεν λέει «εύχομαι» αλλά «θα ευχόμουν» (ηυχόμην γαρ). Θα ήθελε να μπορεί να κάνει μια τέτοια ευχή (προσ-ευχή) για χάρη των δικών του ανθρώπων, όμως η λύπη και η αδιάλειπτη οδύνη γέμιζε την καρδιά του επειδή αυτό δεν εξαρτάτο από αυτόν ούτε από την προσευχή του. Σε διαφορετική περίπτωση ο απόστολος του Χριστού θα έπρεπε να πει, «Αν και οι συγγενείς μου δεν έχουν ακόμη πιστέψει, εγώ δεν έχω λύπη, αφού προσευχήθηκα (ή προσεύχομαι) για τη σωτηρία τους και, δε μπορεί, αυτό θα γίνει σε απάντηση των δεήσεών μου»...

Όμως ο Παύλος δε μπορούσε να στηριχτεί στην προσευχή του ούτε στη δική του πίστη για να κερδίσει τους συγγενείς του. Για το λόγο αυτό, καθώς έβλεπε το τέλος να πλησιάζει και τη σκλήρυνση της καρδιάς τους, δε μπορούσε παρά να είναι γεμάτος με λύπη και όχι με ψεύτικες ελπίδες!

Αν, λοιπόν, δεν ακούγονται οι προσευχές μας, ας αναρωτηθούμε μήπως λέμε εύκολα το «ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» αλλά ξεχνάμε να λέμε –και κυρίως να θέλουμε να πούμε– το «ΓΕΝΗΘΗΤω ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ»! |
  ................................................
 Θέματα προσευχής

Τι γίνεται με τους συγγενείς;  
  
 Ενα σοβαρό θέμα, σχετικό κι αυτό με την προσεχή, που απασχολεί τους περισσότερους χριστιανούς είναι το παραπάνω ερώτημα.

Ποιος δεν θα ήθελε να δει τα αγαπητά του πρόσωπα να ακολουθούν τον Κύριο και να γεύονται την σωτηρία Του. Ποιος δεν θα ήθελε να γνωρίζει ότι θα συναντήσει τους γονείς, το σύζυγο, τα παιδιά, τα αδέλφια του κ.λπ. στη Βασιλεία του Θεού!

Και όμως, αυτός ο καημός, που δοκιμάζουν πλείστοι όσοι χριστιανοί, είναι μια υπόθεση που δεν εξαρτάται ούτε από αυτούς ούτε από τον ίδιο τον Θεό, αλλά από τα συγκεκριμένα άτομα προσωπικά.

Ας θυμηθούμε τι είπε ο Κύριος Ιησούς καθώς πήγαινε για τελευταία φορά στην Ιερουσαλήμ πριν από το Πάθος Του: «Ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου, καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε» (Ματθ. 23/κγ/37). Ο Κύριος Ιησούς ήθελε πολύ να τους βοηθήσει, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι Του, τους είχε αγαθοποιήσει με πλείστους τρόπους, όμως το αποτέλεσμα δεν άλλαξε και η καταστροφή της τιμωρίας έπεσε επάνω τους.

Θα τολμούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι ο Χριστός ποτέ δεν θα πρέπει να προσευχήθηκε γι’ αυτούς, επειδή γνώριζε εκ των προτέρων ότι μια τέτοια προσευχή δε θα μπορούσε να έχει απάντηση.

Εξάλλου και ο Θεός το έχει πει επανηλειμμένα, ότι «θέλει να σωθώσι πάντες οι άνθρωποι, και να έλθωσιν εις επίγνωσιν της αληθείας» (Α΄ Τιμ. 2/β/4), όμως από ό,τι λέει η Βίβλος, δεν θα είναι λίγοι οι άνθρωποι που θα καταλήξουν στον αιώνιο όλεθρο επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στην προσφορά Του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σκύψουμε σε ένα παρεξηγημένο χωρίο του Παύλου, στην Επιστολή προς Ρωμαίους (9/θ/1-3), όπου λέει:  «Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, δεν ψεύδομαι, (έχων συμμαρτυρούσαν με εμέ την συνείδησίν μου εν Πνεύματι Αγίω), ότι έχω λύπην μεγάλην και αδιάλειπτον οδύνην εν τη καρδία μου. Διότι ηυχόμην αυτός εγώ να ήμαι ανάθεμα από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των κατά σάρκα συγγενών μου».

Είναι σημαντικό εδώ να προσέξουμε ότι ο Παύλος δεν λέει «εύχομαι» αλλά «θα ευχόμουν» (ηυχόμην γαρ). Θα ήθελε να μπορεί να κάνει μια τέτοια ευχή (προσ-ευχή) για χάρη των δικών του ανθρώπων, όμως η λύπη και η αδιάλειπτη οδύνη γέμιζε την καρδιά του επειδή αυτό δεν εξαρτάτο από αυτόν ούτε από την προσευχή του. Σε διαφορετική περίπτωση ο απόστολος του Χριστού θα έπρεπε να πει, «Αν και οι συγγενείς μου δεν έχουν ακόμη πιστέψει, εγώ δεν έχω λύπη, αφού προσευχήθηκα (ή προσεύχομαι) για τη σωτηρία τους και, δε μπορεί, αυτό θα γίνει σε απάντηση των δεήσεών μου»...

Όμως ο Παύλος δε μπορούσε να στηριχτεί στην προσευχή του ούτε στη δική του πίστη για να κερδίσει τους συγγενείς του. Για το λόγο αυτό, καθώς έβλεπε το τέλος να πλησιάζει και τη σκλήρυνση της καρδιάς τους, δε μπορούσε παρά να είναι γεμάτος με λύπη και όχι με ψεύτικες ελπίδες!

Αν, λοιπόν, δεν ακούγονται οι προσευχές μας, ας αναρωτηθούμε μήπως λέμε εύκολα το «ΕΝ ΤΩ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ» αλλά ξεχνάμε να λέμε –και κυρίως να θέλουμε να πούμε– το «ΓΕΝΗΘΗΤω ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ»! |
>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>>