_______________________________

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

Iδού έρχομαι ταχέως !!!

30--12--2015-----02----ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΥΧΙΚΟΣ ΜΑΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2005

Του Παναγιτη Τσιμπιδα και σταθη Μπακου
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΥΧΙΚΟΣ ΜΑΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2005
02
Διαχρονικές σκέψεις 
«Εδάκρυσεν  ο Ιησούς»

                           (Ιωάν. 11/ια/35)
 Εκείνοι που μελετούν αγγλικά θρησκευτικά βιβλία, ίσως έχουν διαβάσει ότι η φράση του τίτλου μας αποτελεί το μικρότερο εδάφιο της Αγίας Γραφής. Αυτό βέβαια δεν ισχύει για τα δικά μας δεδομένα, επειδή στην ελληνική Καινή Διαθήκη το μικρότερο εδάφιο μάλλον είναι το «Πάντοτε χαίρετε» (Α~ Θεσ. 5/ε/16). Ωστόσο, η αξία ενός εδαφίου δεν εξαρτάται από το αν είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο της Αγίας Γραφής –από πλευράς λέξεων– αλλά κατά πόσον διδάσκει ή περιγράφει μια μεγάλη αλήθεια.

Στην προκειμένη περίπτωση, διαβάζουμε ότι ο Χριστός ΔΑΚΡΥΣΕ! Δάκρυσε ο Υιός του Θεού, εκείνος που μπορούσε να διατάξει τη θάλασσα να ηρεμίσει, ν’ ανοίξει τ’ αυτιά των κουφών και ν’ αναστήσει νεκρούς! Και όμως έκλαψε. Ο προφήτης Ησαΐας είχε γράψει γι’ Αυτόν, πως θα ήταν «Άνθρωπος θλίψεων» (Ησ. 53:3) και, πράγματι ο Ιησούς, ο «Υιός του Θεού» και ο «Υιός του Ανθρώπου», όχι μόνο εργάστηκε, ίδρωσε, κουράστηκε, δίψασε και πείνασε, μα είχε και ανθρώπινα συναισθήματα και συγκινήσεις.

Μάλιστα δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που έκλαψε ο Ιησούς. Η Βίβλος καταγράφει συνολικά τρεις περιπτώσεις όπου ο Χριστός έκλαψε, που αξίζει να δούμε από κοντά:

Του Παναγιτη Τσιμπιδα και σταθη Μπακου 
1. Έκλαψε στον τάφο του Λάζαρου

Πρόκειται για την ιστορία του Λάζαρου –από την οποία προέρχεται και το χωρίο του τίτλου μας– και διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, κεφάλαιο 11/ια. Ο Ιησούς ήρθε στη Βηθανία όπου ο Λάζαρος ήταν ήδη τέσσερις ημέρες νεκρός και θαμμένος στον τάφο, και προσπάθησε να φωτίσει το σκοτάδι των δύο αδελφών από τον πόνο του πένθους, διδάσκοντάς τους μοναδικές ζωοποιές αλήθειες. Εκείνες όμως είχαν κλειστά τα πνευματικά τους αυτιά. Εμπρός τους υπήρχε μόνο ένα ερώτημα και με μια φωνή είπαν: «Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει» (εδ. 21, 32).

Απέναντι σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση ο Κύριος «εστέναξεν εν τη ψυχή αυτού και εταράχθη» (εδ. 33). Δεν ήταν αυτή η εικόνα που θα ήθελε να συναντήσει μπαίνοντας στο σπίτι των φίλων Του, όμως εκείνη τη στιγμή αυτή ήταν η πραγματικότητα. Καθώς λοιπόν είδε τη Μαρία και τους Ιουδαίους που την περιέβαλαν να θρηνούν για τον Λάζαρο, ο Κύριος όχι μόνο στέναξε και συγκινήθηκε αλλά στη συνέχεια ρώτησε: «Πού εβάλετε αυτόν;» (εδ. 34). Και ευθύς αμέσως ο Ιωάννης καταγράφει εκείνο που είδε: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς» (εδ. 35).
   Γιατί δάκρυσε ο Ιησούς; Μήπως από απελπισία; Μήπως από φόβο; Μήπως επειδή έβλεπε το θάνατο σαν άλυτο μυστήριο και γεγονός αμετάτρεπτο; Κάθε άλλο.

Καθώς εμείς διαβάζουμε τα Ευαγγέλια που γράφτηκαν ύστερα από τα γεγονότα, ξέρουμε τώρα πια ότι ο Ιησούς ΓΝΩΡΙΖΕ εξ αρχής τι επρόκειτο να κάνει. Γι’ αυτό εξάλλου και δεν δάκρυσε ούτε όταν του είπαν ότι ο Λάζαρος αρρώστησε (εδ. 3) ούτε όταν ο ίδιος είπε στους μαθητές Του ότι ο «Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη» (εδ. 11), ούτε ακόμη όταν χρειάστηκε να τους εξηγήσει πως δεν μιλούσε για πραγματικό ύπνο αλλά ότι «ο Λάζαρος απέθανε» κυριολεκτικά (εδ. 14).

Ο Κύριος δάκρυσε βλέποντας τον πόνο των δύο αδελφών και των συγχωριανών τους. Έβλεπε την απελπισία τους και την απόγνωσή τους. Έβλεπε επιπλέον και την αδυναμία τους να δεχθούν ότι Εκείνος, ο Αρχηγός της Ζωής, μπορούσε να ανατρέψει το γεγονός του θανάτου και ν’ αναστήσει τον τετραήμερο. Έτσι εκδηλώνεται και αντιδρά ως καλός φίλος και εκδηλώνει τον ανθρώπινο χαρακτήρα Του κι αυτό έγινε με τρόπο που δεν πέρασε απαρατήρητος από τους γύρω. Ο Ιωάννης σημειώνει πως όταν είδαν τον Ιησού να δακρύζει οι Ιουδαίοι είπαν: «Ιδέ πόσον ηγάπα αυτόν» (εδ. 36).

Πριν προχωρήσουμε, καλό είναι να προσέξουμε κάποια μαθήματα που υπάρχουν εδώ:

α. Η προσωπική φιλία δεν είναι ασυμβίβαστη με την πίστη. Η ευσέβεια δε σπάει τους δεσμούς της φιλίας αλλά τους κάνει ισχυρότερους. Επιπλέον σφραγίζει και αγιάζει τα φιλικά συναισθήματα.

β. Είναι σωστό να περιμένουμε από τους Χριστιανούς να μοιράζονται τις θλίψεις των άλλων. Ο Παύλος θα γράψει: «Τις ασθενεί, και δεν ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι;» (Β~ Κορ. 11/ια/29). Στον κόσμο ζούμε με άλλους ανθρώπους –έτσι μας έπλασε ο Θεός– και δε μπορούμε να είμαστε αμέτοχοι αλλά γινόμαστε κοινωνοί της ευτυχίας και των παθημάτων τους. Αν μάλιστα λέμε ότι τους αγαπούμε, όπως είναι καθήκον κάθε Χριστιανού, αυτή η αγάπη έχει συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους γίνεται φανερή, γι’ αυτό και έχουμε την εντολή: «Χαίρετε μετά χαιρόντων και κλαίετε μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12/ιθ/15).



γ. Η θλίψη για το θάνατο των φίλων δεν είναι ανάρμοστη. Όταν πεθαίνει κάποιος φίλος, είναι σωστό να κλάψουμε. Είναι εξωτερική έκφραση της ανθρώπινης ψυχής και δόθηκε από τον Δημιουργό που, όπως έλεγε κάποιος, έβαλε αυτές τις βρυσούλες πίσω από τα μάτια μας ώστε δακρύζοντας να ανακουφιζόμαστε. Η πίστη δεν απαγορεύει ούτε καταδικάζει τα δώρα του Θεού. Εκείνο όμως που προσφέρει η πίστη στην περίπτωση του πόνου, είναι ότι μετριάζει τη θλίψη και διδάσκει πώς να πενθήσουμε υποτασσόμενοι στο Θεό, χωρίς έκφραση παραπόνων, και σκουπίζει τα δάκρυα όχι σκληραίνοντας την καρδιά ή αδιαφορώντας για το συνάνθρωπο αλλά βοηθώντας την ψυχή να δεχθεί την ανακουφιστική επιρροή του λόγου του Θεού και να βρει γαλήνη και ειρήνη σ’ Εκείνον που είναι «ο Θεός πάσης παρηγορίας» (Β~ Κορ. 1/α/3).

δ. Πόσο κοντά μας είναι ο Χριστός. Ο συμπονετικός Λυτρωτής, που σήμερα είναι Αρχιερέας στα δεξιά του Θεού, έχει νιώσει ο ίδιος τι θα πει πόνος, γι’ αυτό και μπορούμε να καταφεύγουμε σ’ Αυτόν, «διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. 4:15). Κι ακόμη διακρίνουμε πόσο ενδιαφέρεται για τον καθένα μας προσωπικά. Εκείνος που έκλαψε για την πολυάνθρωπη Ιερουσαλήμ, όπως θα δούμε παρακάτω, ένιωσε συμπόνια και ενδιαφέρον και για τον ένα άνθρωπο^ για τον Λάζαρο εδώ, για το παιδί της χήρας στη Ναΐν (Λουκ. 7/ζ/13) και όχι μόνο.


2. Έκλαψε για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ

Η δεύτερη φορά που βλέπουμε τον Ιησού να κλαίει, ήταν λίγες ημέρες πριν από τη σταύρωση. Καθώς ο Ιησούς περνούσε τις νύχτες στη Βηθανία και τα πρωινά επέστρεφε στην Ιερουσαλήμ, μια από εκείνες τις φορές, καθώς πλησίαζε, «ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ’ αυτήν». Είχε λόγο και αιτία τούτο το κλάμα, που φανερώθηκε από τα πονεμένα λόγια που ξεστόμισε προφητικά: «Είθε να εγνώριζες και συ, τουλάχιστον εν τη ημέρα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου αποβλέποντα· αλλά τώρα εκρύφθησαν από των οφθαλμών σου· διότι θέλουσιν ελθεί ημέραι επί σε και οι εχθροί σου θέλουσι κάμει χαράκωμα περί σε, και θέλουσι σε περικυκλώσει και θέλουσι σε στενοχωρήσει πανταχόθεν, και θέλουσι κατεδαφίσει σε και τα τέκνα σου εν σοι, και δεν θέλουσιν αφήσει εν σοι λίθον επί λίθον, διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου» (Λουκ. 19:41-44).

Γιατί δάκρυσε εδώ ο Ιησούς; Επειδή πρόβλεψε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, που πραγματοποιήθηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα το 70 μ.Χ., και λυπήθηκε για τα βάσανα και το θάνατο που θα έρχονταν στους κατοίκους της, ως τιμωρία επειδή είχαν απορρίψει τον Θεό και τη σωτηρία του Χριστού. Λίγο αργότερα θα έλεγε στις γυναίκες της Ιερουσαλήμ που θρηνούσαν για τη δική Του καταδίκη: «μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά δι’ εαυτάς κλαίετε και διά τα τέκνα σας» (Λουκ. 23/κγ/28). Ο Θεός ρώτησε κάποτε τον Ιωνά: «Δεν έπρεπε να λυπηθώ υπέρ της Νινευή, της πόλεως της μεγάλης, εν η υπάρχουσι πλειότεροι των δώδεκα μυριάδων ανθρώπων, οίτινες δεν διακρίνουσι την δεξιάν αυτών από της αριστεράς αυτών;» (Ιωνάς 4/δ/10-11). Έτσι τώρα και ο Χριστός, έβλεπε το κακό που ερχόταν και η άγια ψυχή Του λυπόταν βαθιά.
 

Ο Ματθαίος καταγράφει τα λόγια του Ιησού, που εξηγούν το λόγο αυτής της τιμωρίας: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε· ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε» (Ματθ. 23/κγ/37). Παρόλο, που γνώριζε την κακία των ανθρώπων αυτών, που σε λίγο θα Τον οδηγούσαν στο θάνατο, κατά βάθος ήθελε ακόμη να τους σώσει. Αυτό όμως δε μπορούσε να γίνει χωρίς τη δική τους θέληση. Πιο σωστά δε μπορούσε να γίνει αν πρώτα δεν εγκατέλειπαν μετανοημένοι το δρόμο που τους οδηγούσε προς αυτό το τέλος.

Η στάση αυτή του Κυρίου πρέπει σίγουρα να γεννήσει πολλά ερωτηματικά και ηθικά διλήμματα σ’ εκείνους τους Χριστιανούς που –λίγο ή πολύ, συνειδητά ή υποσυνείδητα– δείχνουν να χαίρονται βλέποντας τους ανθρώπους να αγωνιούν «εκ του φόβου και προσδοκίας των επερχομένων δεινών εις την οικουμένην» (Λουκ. 21/κα/26).

 συνεχιζεται